«Στην Ελλάδα, μετά τις μεγάλες τομές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση στήριξης των ΑΠΕ (πλεόνασμα ΕΛΑΠΕ, ανταγωνιστικές διαδικασίες ΑΠΕ, νόμος Ενεργειακών Kοινοτήτων, ΕΣΕΚ 2018, διασυνδέσεις, κλπ) έχουμε επιστρέψει ξανά στον κυκεώνα και στο κουβάρι των προβλημάτων, που η ΝΔ πάντα κατόρθωνε να δημιουργήσει στον τομέα της πράσινης ενέργειας. Και αυτό γιατί τα κριτήρια άσκησης πολιτικής της ΝΔ δεν είναι η ικανοποίηση μιας στρατηγικής, αναγκαίας και ωφέλιμης για τη χώρα και το περιβάλλον, αλλά η ικανοποίηση δεσμεύσεων και εξυπηρετήσεων προς μεγάλους και μικρούς «ημέτερους»», σημειώνει ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε σε ειδικό ένθετο της εφημερίδας «Ναυτεμπορική» για την ενέργεια με τον τίτλο «Think Tank».
Χαρακτηρίζει ως άγνοια, αν όχι θράσος, την επιλογή της ΝΔ να αναφέρεται στο νομοσχέδιο που βρίσκεται τώρα προς ψήφιση στη Βουλή, ως εκσυγχρονισμό, επιτάχυνση και απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας των ΑΠΕ αφού, η «φούσκα» που η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δημιουργήσει αποτυπώνεται στα 95GW συνολικής ισχύος που έχουν λάβει άδεια παραγωγής ή βεβαίωση παραγωγού και ενώ, από το δεκαετές πλάνο ανάπτυξης του ΑΔΜΗΕ 2023-2032 προκύπτει ότι, εάν υπολογιστούν σωρευτικά οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις ΑΠΕ μαζί με όσα έργα έχουν κατοχυρώσει το δικαίωμα σύνδεσης, φτάνουμε στα 19,5 GW, ισχύς που υπερβαίνει το στόχο του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) στόχο για το 2030 (15,1 GW) και υπολείπεται μόνο κατά 5 GW του στόχου που ανακοινώνει η κυβέρνηση για το νέο ΕΣΕΚ, χωρίς μάλιστα να λαμβάνεται υπόψη η ανάπτυξη των θαλάσσιων αιολικών πάρκων.
Ο Σ. Φάμελλος υπογραμμίζει επίσης την πλήρη απουσία της περιβαλλοντικής διάστασης από το νομοσχέδιο των 139 (τελικά 165) άρθρων, ενώ σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο τα θέματα των κλιματικών στόχων συνδέονται άρρηκτα τη βιοποικιλότητα και το φυσικό κεφάλαιο.
Τονίζει τέλος: «Η επιλογή του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας να καθυστερήσει για επιπλέον ένα έτος την ολοκλήρωση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ, που είχε προκηρυχθεί το Φεβρουάριο του 2019, μεταθέτοντας την ολοκλήρωσή του για το Απρίλιο του 2023, σημαίνει ότι η χώρα δεν θα αποκτήσει νέο Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο πριν από τα μέσα του 2023. Έως τότε, και λόγω της υπερθέρμανσης, γίνεται σαφές ότι θα έχουν χωροθετηθεί όλα τα έργα ΑΠΕ της επόμενης δεκαετίας και άρα το ΕΧΠ θα είναι αδειανό πουκάμισο. Το ίδιο ισχύει με τη μη ολοκλήρωση των Προεδρικών Διαταγμάτων για τις περιοχές Natura 2000, παρότι οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες είχαν ξεκινήσει από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2019(!). Απουσιάζει επίσης ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, που είναι ήδη καθυστερημένη ευρωπαϊκή υποχρέωση, αλλά και η οριοθέτηση επιπλέον θαλάσσιων περιοχών προστασίας, που οφείλουν να ανέλθουν στο 30%. Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη μάς οδηγεί σε αδιέξοδο και στις ΑΠΕ, υποτιμώντας και την επιστήμη και την ασφάλεια δικαίου, δυσφημίζοντας την πράσινη μετάβαση, δημιουργώντας εντάσεις και τριβές με τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και θέτοντας σε αμφισβήτηση και την επιχειρηματικότητα της πράσινης ενέργειας στη χώρα μας».
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο όπως δημοσιεύτηκε:
Η κυβέρνηση δυσφημεί και ναρκοθετεί την ανάπτυξη των ΑΠΕ
Μέσα στην αβεβαιότητα που δημιουργούν η κλιματική κρίση, η πανδημία και η γεωπολιτική αστάθεια, ειδικά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, είναι ξεκάθαρο ότι ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας μέσα από την ανάπτυξη των ΑΠΕ, την εξοικονόμηση ενέργειας και την αποθήκευση είναι ο μόνος, ασφαλής «μονόδρομος». Για το λόγο αυτό απαιτείται η πολιτεία να αναλάβει την πρωτοβουλία σχεδιασμού αλλά και του δημόσιου ελέγχου αυτής της μετάβασης, ιδιαίτερα για τα φυσικά μονοπώλια και απαραίτητα στοιχεία αυτής της μετάβασης, όπως τα δίκτυα και η αποθήκευση, ώστε να εξασφαλίσει και την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.
Στην Ελλάδα, μετά τις μεγάλες τομές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση στήριξης των ΑΠΕ (πλεόνασμα ΕΛΑΠΕ, ανταγωνιστικές διαδικασίες ΑΠΕ, νόμος Ενεργειακών Kοινοτήτων, ΕΣΕΚ 2018, διασυνδέσεις, κλπ) έχουμε επιστρέψει ξανά στον κυκεώνα και στο κουβάρι των προβλημάτων, που η ΝΔ πάντα κατόρθωνε να δημιουργήσει στον τομέα της πράσινης ενέργειας. Και αυτό γιατί τα κριτήρια άσκησης πολιτικής της ΝΔ δεν είναι η ικανοποίηση μιας στρατηγικής, αναγκαίας και ωφέλιμης για τη χώρα και το περιβάλλον, αλλά η ικανοποίηση δεσμεύσεων και εξυπηρετήσεων προς μεγάλους και μικρούς «ημέτερους».
Η αγορά των ΑΠΕ έγινε μάρτυρας μιας νέας χρεωκοπίας του Ειδικού Λογαριασμού των ΑΠΕ το 2020 και της έκτακτης εισφοράς-χαράτσι, μετά τη μείωση του ΕΤΜΕΑΡ από τον κ. Χατζηδάκη, καθώς και της υπερθέρμανσης που δημιούργησε ο νόμος 4685/2020, με την εισαγωγή της βεβαίωσης παραγωγού, και την εκ των υστέρων επιβολή εγγυητικής για να μαζέψει το τσουνάμι, ή καλύτερα τη «φούσκα», που είχε δημιουργήσει. Αντίστοιχος «κόφτης» προτείνεται και στο νέο νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ με πρόβλεψη καταβολής εγγυητικής επιστολής με την υποβολή αιτήματος για Οριστική Προσφορά Σύνδεσης.
Σήμερα, και σύμφωνα με στοιχεία που κατέθεσε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) στη Βουλή, 5.596 έργα ΑΠΕ έχουν λάβει άδεια παραγωγής ή βεβαίωση παραγωγού, συνολικής ισχύος πάνω από 95GW. Από αυτά όμως μόνο στο 14% έχουν χορηγηθεί άδειες λειτουργίας, είναι δηλαδή σε τελικό στάδιο, μόνο το 4% βρίσκεται στο στάδιο της άδειας εγκατάστασης και ένα 14% έχει φτάσει έως το στάδιο έκδοσης περιβαλλοντικών όρων.
Από το δεκαετές πλάνο ανάπτυξης του ΑΔΜΗΕ 2023-2032 προκύπτει ότι, εάν υπολογιστούν σωρευτικά οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις ΑΠΕ μαζί με όσα έργα έχουν κατοχυρώσει το δικαίωμα σύνδεσης, φτάνουμε στα 19,5 GW, ισχύς που υπερβαίνει το στόχο του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) στόχο για το 2030 (15,1 GW) και υπολείπεται μόνο κατά 5 GW του στόχου που ανακοινώνει η κυβέρνηση για το νέο ΕΣΕΚ, χωρίς μάλιστα να λαμβάνεται υπόψη η ανάπτυξη των θαλάσσιων αιολικών πάρκων, για τα οποία το θεσμικό πλαίσιο αλλά και ο σχεδιασμός θαλάσσιας χωροταξίας αγνοούνται εδώ και 3 χρόνια.
Μόνο ως άγνοια, αν όχι θράσος, μπορεί λοιπόν να χαρακτηριστεί η επιλογή της ΝΔ να χαρακτηρίζει το νέο νομοσχέδιο ως εκσυγχρονισμό, επιτάχυνση και απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας των ΑΠΕ.
Σύμφωνα με μελέτη του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ) ο μέσος χρόνος ενός αιτήματος σύνδεσης στο ΔΕΔΔΗΕ έως την έκδοση οριστικής προσφοράς σύνδεσης από 3.5 μήνες το 2019, ανήλθε στους 8.5 μήνες το 2020 και στους 11.7 μήνες το 2021!
Υπάρχει φυσικά και το μείζον ζήτημα έλλειψης ηλεκτρικού χώρου για να συνδεθούν τα έργα, με αποτέλεσμα έργα ΑΠΕ ισχύος πολλών GW να παραμένουν παγωμένα. Επιπλέον, δύο άρθρα του προβλεπόμενου νομοσχεδίου, το ένα που προβλέπει την επιβολή εκ μέρους των Διαχειριστών περιορισμών έγχυσης έως του 5% και το άλλο που παγώνει την υποβολή αιτημάτων σύνδεσης και Προσφοράς Σύνδεσης σε όλη την Ελλάδα έως την τροποποίηση του Κώδικα Διαχείρισης ΕΔΔΗΕ, προσπαθούν να συγκαλύψουν και να «θεραπεύσουν» την ανεπάρκεια της κυβέρνησης, μέσα από το πάγωμα των έργων ΑΠΕ!
Από την άλλη η περιβαλλοντική διάσταση απουσιάζει πλήρως από το νομοσχέδιο των 139 άρθρων, ενώ σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο τα θέματα των κλιματικών στόχων συνδέονται άρρηκτα τη βιοποικιλότητα και το φυσικό κεφάλαιο.
Η επιλογή του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας να καθυστερήσει για επιπλέον ένα έτος την ολοκλήρωση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ, που είχε προκηρυχθεί το Φεβρουάριο του 2019, μεταθέτοντας την ολοκλήρωσή του για το Απρίλιο του 2023, σημαίνει ότι η χώρα δεν θα αποκτήσει νέο Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο πριν από τα μέσα του 2023. Έως τότε, και λόγω της υπερθέρμανσης, γίνεται σαφές ότι θα έχουν χωροθετηθεί όλα τα έργα ΑΠΕ της επόμενης δεκαετίας και άρα το ΕΧΠ θα είναι αδειανό πουκάμισο. Το ίδιο ισχύει με τη μη ολοκλήρωση των Προεδρικών Διαταγμάτων για τις περιοχές Natura 2000, παρότι οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες είχαν ξεκινήσει από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2019(!). Απουσιάζει επίσης ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, που είναι ήδη καθυστερημένη ευρωπαϊκή υποχρέωση, αλλά και η οριοθέτηση επιπλέον θαλάσσιων περιοχών προστασίας, που οφείλουν να ανέλθουν στο 30%.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη μάς οδηγεί σε αδιέξοδο και στις ΑΠΕ, υποτιμώντας και την επιστήμη και την ασφάλεια δικαίου, δυσφημίζοντας την πράσινη μετάβαση, δημιουργώντας εντάσεις και τριβές με τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και θέτοντας σε αμφισβήτηση και την επιχειρηματικότητα της πράσινης ενέργειας στη χώρα μας.