Στη διπλή πρόκληση μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα και ανάκαμψης μετά τον κορονοϊό που καλείται να αντιμετωπίσει η κοινωνία και η παγκόσμια οικονομία επικεντρώνεται ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών Σαββατοκύριακο, στο πλαίσιο αφιερώματος στην ενέργεια.
Τονίζει ότι, για την Ελλάδα και για την Ευρώπη ειδικότερα, το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μία μεγάλη ευκαιρία που δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να αφήσουμε να πάει χαμένη. Υπογραμμίζει όμως παράλληλα, τον κίνδυνο αναπαραγωγής των παθογενειών και των αδικιών που μάς οδήγησε στην κρίση και τα μνημόνια, εφόσον η ίδια χρηματοοικονομική ελίτ στοχεύει και σήμερα στον κρατικό πλούτο και στα ευρωπαϊκά κονδύλια και καθώς αναπαράγονται τα λάθη του 2010-2014 σε κυβερνητικό επίπεδο. «Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος, η «αναδιάρθρωση» των οικονομιών την επόμενη μέρα του κορονοϊου, αλλά και ο κλιματικός ανταγωνισμός, να βαθύνουν περαιτέρω τις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες καθώς και να ενισχύσουν τη συγκέντρωση κεφαλαίων και μεριδίου της αγοράς σε όλο και λιγότερους «παίκτες». Με απλά λόγια, ο βασικός κίνδυνος είναι οι πλούσιοι να γίνουν πιο πλούσιοι και οι φτωχοί ακόμη πιο φτωχοί».
«Η Αριστερά και η Οικολογία στην Ευρώπη θέτουν κρίσιμα ερωτήματα: Μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα προς όφελος ποιων; Για ποιους και με ποιους; Ποιοι ωφελούνται από τις επιλεχθείσες πολιτικές και ποιοι θα επωμιστούν το κόστος μίας άδικης και βίαιης χωρίς σχέδιο μετάβασης; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι αυτές που χαράσσουν και τις διακριτές πολιτικές μας γραμμές και αναδεικνύουν τις βασικές διαφορές του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία με τη Νέα Δημοκρατία», υπογραμμίζει Σ.Φάμελλος.
Σημειώνει ότι στην «επενδυτική καταιγίδα» στις ΑΠΕ πρέπει, εκτός από τους λίγους μεγάλους «παίκτες» της αγοράς, να δημιουργηθεί χώρος για τη συμμετοχή των Ενεργειακών Κοινοτήτων ώστε, οι πολίτες, οι δήμοι, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και οι τοπικές κοινωνίες να εμπλακούν ενεργά στην παραγωγή καθαρής ενέργειας.
Στέκεται τέλος, στην ανάγκη το κόστος ενέργειας για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις να παραμείνει χαμηλό στο πλαίσιο της μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα καθώς και στην υποχρέωση της πολιτείας να μη μείνει κανείς πίσω ειδικά στις λιγνιτικές περιοχές.
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:
Η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα πέρα από υποχρέωση αποτελεί και μία τεράστια πρόκληση για όλες τις εθνικές οικονομίες αλλά και για τις κοινωνίες μας. Η τρέχουσα συγκυρία δε, με την οικονομική κρίση και την επερχόμενη ύφεση λόγο του κορονοϊού, μεγαλώνει τη δυσκολία αυτής της μετάβασης.
Η πρόκληση λοιπόν είναι διττή, μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και ανάκαμψη μετά τον κορονοϊο. Μπορεί όμως αυτή η πρόκληση να αποτελέσει και ευκαιρία για το μετασχηματισμό των οικονομιών μας προς όφελος του περιβάλλοντος, του κλίματος και των κοινωνιών μας.
Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μία μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη, που δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να αφήσουμε να πάει χαμένη. Μία ευκαιρία για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της οικονομίας του πραγματικού προϊόντος, σε στέρεες βάσεις, μία οικονομία φιλική για το περιβάλλον, το κλίμα και την κοινωνία.
Ο κίνδυνος αναπαραγωγής των παθογενειών και των αδικιών που μάς οδήγησε στην κρίση και τα μνημόνια ελλοχεύει βέβαια ακόμη και σήμερα, εφόσον η ίδια χρηματοοικονομική ελίτ στοχεύει και σήμερα στον κρατικό πλούτο και στα ευρωπαϊκά κονδύλια και καθώς αναπαράγονται τα λάθη του 2010-2014 σε κυβερνητικό επίπεδο.
Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος, η «αναδιάρθρωση» των οικονομιών την επόμενη μέρα του κορονοϊου, αλλά και ο κλιματικός ανταγωνισμός, να βαθύνουν περαιτέρω τις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες καθώς και να ενισχύσουν τη συγκέντρωση κεφαλαίων και μεριδίου της αγοράς σε όλο και λιγότερους «παίκτες». Με απλά λόγια, ο βασικός κίνδυνος είναι οι πλούσιοι να γίνουν πιο πλούσιοι και οι φτωχοί ακόμη πιο φτωχοί. Οι πιο ευάλωτες εισοδηματικές και κοινωνικές ομάδες είναι επιπρόσθετα αυτές που βιώνουν πιο έντονα τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης αλλά και της ενεργειακής φτώχειας.
Η Αριστερά και η Οικολογία στην Ευρώπη θέτουν κρίσιμα ερωτήματα: Μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα προς όφελος ποιων; Για ποιους και με ποιους; Ποιοι ωφελούνται από τις επιλεχθείσες πολιτικές και ποιοι θα επωμιστούν το κόστος μίας άδικης και βίαιης χωρίς σχέδιο μετάβασης; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι αυτές που χαράσσουν και τις διακριτές πολιτικές μας γραμμές και αναδεικνύουν τις βασικές διαφορές του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία με τη Νέα Δημοκρατία.
Χρειαζόμαστε επενδύσεις που θα είναι πραγματικά πράσινες και θα ωφελούν και τους πολίτες και το περιβάλλον, όπως είναι η κυκλική οικονομία, και όχι μόνο μια μικρή ελίτ, όπως είναι η ιδιωτικοποίηση στη διαχείριση απορριμμάτων και η καύση όλων των σκουπιδιών που προωθεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Επενδύσεις καινοτομίας, φιλικές προς τους φυσικούς πόρους, ανταγωνιστικές και στο εξωτερικό, που δημιουργούν θέσεις εργασίας με καλές αμοιβές και όχι απλά ξεπούλημα κερδοφόρων επιχειρήσεων που ελέγχει το δημόσιο από τις οποίες εξαρτάται και η ενεργειακή μετάβαση της χώρας μας.
Χρειαζόμαστε επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και όχι επιδοτήσεις του μη ανανεώσιμου φυσικού αερίου, που μας δεσμεύει ως χώρα σε ιδιωτική ηλεκτροπαραγωγή λίγων που θα ελέγχουν την αγορά, σε αντίθεση μάλιστα με τους κλιματικούς στόχους.
Θέλουμε όμως σε αυτή την «επενδυτική καταιγίδα» να μη συμμετάσχουν μόνο λίγοι μεγάλοι «παίκτες» της αγοράς αλλά να αποτελέσει ευκαιρία για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της χώρας μας.
Νομοθετήσαμε, το 2018, τις Ενεργειακές Κοινότητες, ένα νόμο-τομή που θα μπορούσε να εμπλέξει ενεργά τους πολίτες, τους δήμους, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τις τοπικές κοινωνίες στην παραγωγή καθαρής ενέργειας.
Αυτή μας η επιλογή είναι και ένα εργαλείο ώστε να αυξηθεί η κοινωνική αποδοχή των έργων ΑΠΕ, αφού πλέον οι τοπικές κοινωνίες μπορούν να συμμετέχουν στο σχεδιασμό των έργων αλλά και να έχουν και απευθείας οφέλη. Η Νέα Δημοκρατία από την άλλη κάνει ό,τι μπορεί για να «παγώσει» τις Ενεργειακές Κοινότητες και το χρηματοδοτικό εργαλείο των 25 εκατ. ευρώ που είχαμε προβλέψει από το ΕΣΠΑ.
Η πρόβλεψη δημιουργίας Ενεργειακών Κοινοτήτων από τους δήμους και η χρηματοδότησή τους από το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσε ακόμη να καταπολεμήσει την ενεργειακή φτώχεια και να δημιουργήσει βιώσιμες θέσεις εργασίας στις τοπικές κοινωνίες. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση-πρόταση της WWF, εκτιμάται πως οι Ενεργειακές Κοινότητες στους δήμους της χώρας μπορούν να δημιουργήσουν 7.739 νέες θέσεις εργασίας.
Κρίσιμο στη διαδικασία της κλιματικής μετάβασης είναι επιπλέον να διασφαλίσουμε ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις θα έχουν πρόσβαση σε ενέργεια σε χαμηλό κόστος. Αυτό καθώς το κόστος ενέργειας κρίνεται και το επίπεδο και κόστος διαβίωσης αλλά και η ανταγωνιστικότητα και επιβίωση των ελληνικών επιχειρήσεων, ειδικά την επόμενη μέρα της πανδημίας.
Όμως, ο κύριος Χατζηδάκης επέλεξε μία από τις πρώτες του αποφάσεις, ως Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, να είναι η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ κατά περίπου 20% τον Σεπτέμβριο του 2019, ενώ, και σήμερα που οι τιμές της χονδρεμπορικής ρεύματος κατέρρευσαν λόγω του κορονοϊού, η μείωση αυτή δεν έχει ακόμη μετακυλιστεί στους πολίτες και τις επιχειρήσεις αλλά έχει οδηγήσει μόνο σε υπερκέρδη των προμηθευτών, έως και 170% πάνω από τη χονδρική τιμή σε μέσο όρο του α εξαμήνου του 2020!
Τέλος, η υποχρέωσή μας κανείς να μη μείνει πίσω αφορά και στις ανισότητες που θα δημιουργήσει η απολιγνιτοποίηση στη Δυτική Μακεδονία και στη Μεγαλόπολη. Εκεί, η βίαιη και χωρίς σχέδιο απολιγνιτοποίηση του κυρίου Μητσοτάκη θα δημιουργήσει ρεκόρ φτώχειας και ανεργίας. Και αυτό, δυστυχώς, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει το στόχο αντικατάστασης του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή από ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου και όχι από ΑΠΕ, σε συνδυασμό με την ιδιωτικοποίηση των ενεργειακών δικτύων, χωρίς σχέδιο για τη δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών και χωρίς επιχειρησιακό πλάνο για τη ΔΕΗ.
Δείτε το άρθρο δημοσιευμένο εδώ