«Δύο μηνιαίους κατώτερους μισθούς χρειάζονται οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στην Ελλάδα για να καλύψουν την αύξηση των τιμών ρεύματος, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕ) στις αρχές του μήνα Σεπτεμβρίου. Ενώ σχεδόν ένας στους δύο καταναλωτές αδυνατεί να πληρώσει το λογαριασμό ρεύματος ενώ συνολικά το 69% των πολιτών δυσκολεύεται να τον πληρώσει, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Public Issue. Αυτό είναι το «τρομερό» αποτέλεσμα της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της ακρίβειας για το οποίο παραδόξως επαίρεται η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ). Και το παράδοξο η κυβέρνηση να επιμένει ότι έχουμε φτηνό ρεύμα και οι πολίτες, αλλά και οι επιχειρήσεις, να μην μπορούν να το πληρώσουν», σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τριάντα ημέρες», μία έκδοση για την πόλη, τους πολίτες, τον πολιτισμό του Ωραιοκάστρου.
Σχολιάζει πως η κυβέρνηση επιλέγει να κλείνει τα μάτια σε αυτήν την τραγική πραγματικότητα και συνεχίζει το μέτρο των επιδοτήσεων με λεφτά των πολιτών που καταλήγουν στις ενεργειακές εταιρείες με αποτέλεσμα, εδώ και πάνω από ένα χρόνο, η ακρίβεια να χρεώνεται στις πλάτες της κοινωνίας. «Σε μία κοινωνία που βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα της ενεργειακής φτώχειας αφού η κυβέρνηση δεν μπορεί να της εξασφαλίσει ότι θα έχει πρόσβαση στο αγαθό της ενέργειας σε προσιτές τιμές. Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν δυστυχώς την κριτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εδώ και ένα και πλέον έτος, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε μετατρέψει την ενέργεια σε πεδίο κερδοσκοπίας ξεκινώντας με τις αυξήσεις τον Σεπτέμβριο του 2019, τη ληστρική ρήτρα αναπροσαρμογής στη συνέχεια και κατέληξε να επιδοτεί πλέον την ακρίβεια με χρήματα των καταναλωτών και όχι να παρέμβει ώστε να μειώσει τις τιμές».
Ο Σ.Φάμελλος τονίζει τέλος ότι η διέξοδος από το αλαλούμ, ένα κυριολεκτικό βατερλό της ενεργειακής πολιτικής, όπως το χαρακτηρίζει, της κυβέρνησης ΝΔ απαιτεί πολιτική αλλαγή. «Οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν είναι ριζικές και φυσικά στην αντίθετη κατεύθυνση με το πρόβλημα και τον δημιουργό του, που είναι η πολιτική της ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, τις βασικές αρχές του οποίου παρουσίασε και ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Προβλέπει ισχυρό ρόλο της πολιτείας για τον έλεγχο και τη ρύθμιση της αγοράς ενέργειας προς όφελος των καταναλωτών και όχι του καρτέλ. Προτείνουμε κρατικοποίηση της ΔΕΗ και θέσπιση ανώτατου συντελεστή κέρδους 5% στην παραγωγή ενέργειας, που σε συνθήκες κρίσης μπορεί να γίνει και μικρότερος (έχουμε ήδη καταθέσει τροπολογία). Και ο ισχυρός έλεγχος προϋποθέτει και την αναδρομική φορολόγηση των υπερκερδών στο ρεύμα, στην προμήθεια φυσικού αερίου αλλά και στη διύλιση πετρελαιοειδών από το 2021».
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο όπως δημοσιεύεται:
Υπάρχει διέξοδος για ρεύμα σε προσιτές τιμές
Δύο μηνιαίους κατώτερους μισθούς χρειάζονται οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στην Ελλάδα για να καλύψουν την αύξηση των τιμών ρεύματος, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕ) στις αρχές του μήνα Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με στοιχεία του Αυγούστου, οι ληξιπρόθεσμοι λογαριασμοί ρεύματος για περίοδο άνω των 45 ημερών είναι απλήρωτοι σε ποσοστό 45%, όταν έναν χρόνο πριν το αντίστοιχο ποσοστό ήταν κάτω του 20%. Με απλά λόγια, σχεδόν ένας στους δύο καταναλωτές αδυνατεί να πληρώσει το λογαριασμό ρεύματος ενώ συνολικά το 69% των πολιτών δυσκολεύεται να τον πληρώσει, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Public Issue.
Αυτό είναι το «τρομερό» αποτέλεσμα της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της ακρίβειας για το οποίο παραδόξως επαίρεται η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ). Και το παράδοξο η κυβέρνηση να επιμένει ότι έχουμε φτηνό ρεύμα και οι πολίτες, αλλά και οι επιχειρήσεις, να μην μπορούν να το πληρώσουν.
Η μείωση της κατανάλωσης ρεύματος και των αγορών τροφίμων είναι άλλο ένα από τα αρνητικά αποτελέσματα της πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως προκύπτει από έρευνα που πραγματοποίησε την εβδομάδα 29 Αυγούστου έως 2 Σεπτεμβρίου 2022 το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Το 63% του συμμετεχόντων στην έρευνα δηλώνει ότι το τελευταίο διάστημα έχει μειώσει την κατανάλωση ρεύματος.
Η κυβέρνηση επιλέγει όμως να κλείνει τα μάτια σε αυτήν την τραγική πραγματικότητα. Συνεχίζει το μέτρο των επιδοτήσεων με λεφτά των πολιτών που καταλήγουν στις ενεργειακές εταιρείες με αποτέλεσμα, εδώ και πάνω από ένα χρόνο, η ακρίβεια να χρεώνεται στις πλάτες της κοινωνίας. Σε μία κοινωνία που βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα της ενεργειακής φτώχειας αφού η κυβέρνηση δεν μπορεί να της εξασφαλίσει ότι θα έχει πρόσβαση στο αγαθό της ενέργειας σε προσιτές τιμές.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν δυστυχώς την κριτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εδώ και ένα και πλέον έτος, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε μετατρέψει την ενέργεια σε πεδίο κερδοσκοπίας ξεκινώντας με τις αυξήσεις τον Σεπτέμβριο του 2019, τη ληστρική ρήτρα αναπροσαρμογής στη συνέχεια και κατέληξε να επιδοτεί πλέον την ακρίβεια με χρήματα των καταναλωτών και όχι να παρέμβει ώστε να μειώσει τις τιμές.
Οι επιλογές του κ. Μητσοτάκη οδήγησαν σε υπερκέρδη των ηλεκτροπαραγωγών που φτάνουν στα 2,2 δισ. ευρώ για την περίοδο Ιουλίου 2021-Ιουλίου 2022.
Τα υπερκέρδη αυτά δεν έχουν φορολογηθεί, ούτε και του φυσικού αερίου όπου και εκεί τα καθαρά κέρδη προ φόρων της κρατικής ΔΕΠΑ Εμπορίας για το 2021 δεκαπλασιάστηκαν. Αντίθετα, «μαγειρεύονται» ακόμα και με τροπολογίες για να μειωθεί ο υπολογισμός τους και να πέσουν οι ηλεκτροπαραγωγοί στα μαλακά. Τι άλλο πλέον να κάνει ο κ. Μητσοτάκης για να αποδείξει ποια συμφέροντα εξυπηρετεί;
Το τελευταίο επεισόδιο αισχροκέρδειας εξελίσσεται το Σεπτέμβριο με την ψευδο-κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής. Πρώτο σύμπτωμα ο 7πλασιασμός της τιμής της λιανικής της ΔΕΗ, που πλέον εισπράττει 788 ευρώ ανά μεγαβατώρα ενώ εισέπραττε 110 με 115 ευρώ ανά μεγαβατώρα πριν 15 μήνες!
Όμως, η μέση χονδρεμπορική τιμή για τον μήνα Σεπτέμβριο διαμορφώνεται μέχρι σήμερα στα 420 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Ακόμη και αν υπολογίσουμε 20 ευρώ κόστος προμήθειας ανά μεγαβατώρα, που είναι βέβαια πολύ υψηλό, και 30 ευρώ ανά μεγαβατώρα εύλογο κέρδος, μένουν 320 ευρώ ανά μεγαβατώρα υπερκέρδος στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.
Αν πολλαπλασιαστεί με την κατανάλωση στη χαμηλή τάση, μάς δίνει τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ, ένα υπέρογκο ποσό αν συνυπολογιστεί και ότι παράγονται μόλις σε ένα μήνα. Αυτά τα νέα υπερκέρδη επιδοτούνται από τα 1,9 δισ. ευρώ των επιδοτήσεων, με χρήματα των καταναλωτών, δηλαδή άσκοπες χρεώσεις των λογαριασμών που επιστρέφονται και από την αύξηση της φορολόγησης. Δηλαδή με λεφτά των πολιτών η κυβέρνηση χρηματοδοτεί μια νέα προκλητική αισχροκέρδεια.
Για να διαφύγουμε ως κοινωνία και ως οικονομία από αυτό το αλαλούμ, που είναι ένα κυριολεκτικό βατερλό της ενεργειακής πολιτικής, απαιτείται πολιτική αλλαγή. Οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν είναι ριζικές και φυσικά στην αντίθετη κατεύθυνση με το πρόβλημα και τον δημιουργό του, που είναι η πολιτική της ΝΔ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, τις βασικές αρχές του οποίου παρουσίασε και ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Προβλέπει ισχυρό ρόλο της πολιτείας για τον έλεγχο και τη ρύθμιση της αγοράς ενέργειας προς όφελος των καταναλωτών και όχι του καρτέλ. Προτείνουμε κρατικοποίηση της ΔΕΗ και θέσπιση ανώτατου συντελεστή κέρδους 5% στην παραγωγή ενέργειας, που σε συνθήκες κρίσης μπορεί να γίνει και μικρότερος (έχουμε ήδη καταθέσει τροπολογία). Και ο ισχυρός έλεγχος προϋποθέτει και την αναδρομική φορολόγηση των υπερκερδών στο ρεύμα, στην προμήθεια φυσικού αερίου αλλά και στη διύλιση πετρελαιοειδών από το 2021.
Απαιτείται ένας δίκαιος φόρος στα άδικα υπερκέρδη που παράγονται στην ενεργειακή κρίση για να έχουμε τιμές προσιτές σε όλους τους καταναλωτές. Και χρειάζεται και προστασία των καταναλωτών από τις αποκοπές που πολλαπλασιάζονται. Για να έχουμε ρεύμα σε προσιτές τιμές χρειαζόμαστε επιπλέον συμμετοχή λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή σε καθημερινή βάση κατά 20%, επαναφορά ελέγχου από το Δημόσιο στα ενεργειακά δίκτυα και αποκατάσταση του «Δ», δηλαδή του δημόσιου οφέλους στην πολιτική της ΔΕΗ.