Άρθρο Σ. Φάμελλου στην Αυγή της Κυριακής: “Βιώσιμη ανάπτυξη, ναι, αλλά για ποιους;”

Η συντηρητική παράταξη υιοθετεί έναν ιδιαίτερο τρόπο άσκησης πολιτικής, που δεν διαβουλεύεται και δεν ακούει την κοινωνία. Δημιουργεί, αντιθέτως, τετελεσμένα για την κοινωνία και την επιχειρηματικότητα, βάσει των συμφωνιών που έχει συνάψει με τους λίγους και εκλεκτούς.

Το παγκόσμιο ενεργειακό τοπίο αλλάζει ταχύτατα και σε δέκα χρόνια θα είναι πολύ διαφορετικό από σήμερα. Βασικές παράμετροι των επικείμενων αλλαγών είναι σαφώς η κλιματική κρίση, ο “νέου τύπου – κλιματικός” ανταγωνισμός στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά ενέργειας και η τεχνολογική καινοτομία.

Γεννάται λοιπόν το ερώτημα προς ποια κατεύθυνση θα γίνουν οι επικείμενες αλλαγές στο ενεργειακό τοπίο και ποιες θα είναι οι αντίστοιχες συνέπειες στο οικονομικό, περιβαλλοντικό και πάνω από όλα κοινωνικό επίπεδο. Θα είναι σε αντιστοιχία με τις αρχές (και στόχους) της βιώσιμης ανάπτυξης1 που αφορούν την κοινωνία και όχι μόνο το περιβάλλον;

Μια αμιγώς πολιτική απόφαση

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα συχνά παρουσιάζεται ως μία τεχνοκρατική επιλογή που επαφίεται στους «ειδικούς» – τεχνοκράτες, πρόκειται όμως για αμιγώς πολιτική απόφαση.

Η επιλογή αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο που υποστηρίζουν οι πολιτικές δυνάμεις, καθώς και με αποφάσεις που θα επηρεάσουν τους όρους ζωής της παγκόσμιας κοινότητας. Ενώ, με μια πρώτη ανάγνωση, μπορεί να φαίνεται πως οι συντηρητικές και οι προοδευτικές δυνάμεις συμφωνούν ως προς τον γενικότερο στόχο, που δεν είναι άλλος από την πράσινη ή βιώσιμη ανάπτυξη, ο κάθε πολιτικός φορέας μεταφράζει διαφορετικά αυτόν τον στόχο στο πρόγραμμά του.

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο όρος «βιωσιμότητα» (sustainability) λειτουργεί ως ιδεότυπος, στον οποίο κάθε πολιτικός φορέας εισάγει περιεχόμενο αντίστοιχο με το αξιακό του σύστημα και το παραγωγικό μοντέλο που υποστηρίζει. Οπότε το ερώτημα μετατρέπεται στο: Ποιες πολιτικές τελικά εξασφαλίζουν ότι “κανείς δεν θα μείνει πίσω σε αυτή τη μετάβαση;”.

Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, διαμορφώνεται ένα νέο δίπολο, Πράσινος Καπιταλισμός – Πράσινη Νέα Συμφωνία, γύρω από το οποίο συντάσσονται τα πολιτικά προγράμματα των πολιτικών (συντηρητικών-προοδευτικών) δυνάμεων σε σχέση με την κλιματική κρίση, σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και τοπικό επίπεδο. Ας δούμε λοιπόν τι συμβαίνει σε εθνικό επίπεδο και ποια είναι η διαφοροποίηση μεταξύ της «πράσινης» κυβερνητικής πολιτικής της Ν.Δ. και του πολιτικού προγράμματος που υιοθετεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ως εκφραστής των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων του τόπου.

Η πράσινη προπαγάνδα της Ν.Δ.

Ενώ η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί τελευταία να εμφανιστεί ως ο εκφραστής του πράσινου αφηγήματος και της οικολογίας, με τις δηλώσεις του κυρίου Μητσοτάκη περί απολιγνιτοποίησης και ανακύκλωσης, εντούτοις δεν μπορεί να κρύψει το πραγματικό της πρόγραμμα, που συνοψίζεται στη φράση “κρατικοδίαιτος καπιταλισμός για λίγους… και εκλεκτούς”. Το πρόγραμμα αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις βιαστικές περιβαλλοντικού χαρακτήρα ανακοινώσεις της, τις πρώτες εκατό μέρες της κυβερνητικής της θητείας. Πίσω από τη χρυσόσκονη της δήθεν πράσινης προπαγάνδας εύκολα κάποιος διαβλέπει π.χ. ότι για την κυβέρνηση απολιγνιτοποίηση σημαίνει προχωράμε χωρίς σχέδιο, σε μια βίαιη μετάβαση που κλείνει το μάτι σε αυξήσεις κερδών και ευκαιριών για ιδιώτες, ξεπουλάμε τα δίκτυα ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και καταργεί εργασιακά δικαιώματα στις ενεργειακές εταιρείες. Εφαρμόζουμε δηλαδή κλασικές συνταγές του κυρίου Βρούτση. Η συντηρητική παράταξη υιοθετεί έναν ιδιαίτερο τρόπο άσκησης πολιτικής, που δεν διαβουλεύεται και δεν ακούει την κοινωνία. Δημιουργεί, αντιθέτως, τετελεσμένα για την κοινωνία και την επιχειρηματικότητα, βάσει των συμφωνιών που έχει συνάψει με τους λίγους και εκλεκτούς.

Φαίνεται ότι οι «λίγοι», οι οποίοι τα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δυσανασχετούσαν με την «εμμονή» του ΣΥΡΙΖΑ στην προστασία του κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος και τη δημιουργία ενός διαφανούς πλαισίου με ασφάλεια δικαίου για τις ιδιωτικές επενδύσεις, έσπευσαν, με την αλλαγή της κυβέρνησης, να προωθήσουν τα δικά τους αιτήματα. Είναι γεγονός ακόμη ότι η ενεργειακή μετάβαση δημιουργεί παράθυρο ευκαιρίας για ιδιαίτερα κερδοφόρες επενδύσεις, όπου οι μεγάλοι παίκτες επιθυμούν να έχουν μεγάλο και “προνομιακό” μερίδιο, ακόμα και εις βάρος της μεσαίας και μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στις ΑΠΕ.

Συγκέντρωση «φιλέτων» στα χέρια λίγων

Ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν, η υπόθεση Hellas Energa, που ζημίωσε τόσο τους καταναλωτές όσο και το Δημόσιο και τη ΔΕΗ, αποδεικνύει πόσο λανθασμένο είναι το παραπάνω μοντέλο κρατικοδίαιτου καπιταλισμού, καθώς όχι απλώς δεν κατάφερε να απελευθερώσει την αγορά ενέργειας αλλά κατέστησε αναξιόπιστους στα μάτια των πολιτών τους ιδιώτες παρόχους ηλεκτρικού ρεύματος. Είναι καταφανές ότι, στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν μπορούμε να μιλάμε καν για πράσινο καπιταλισμό, αλλά για συγκέντρωση «φιλέτων» στα χέρια λίγων.

Ποιος πρέπει να είναι, σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ, ως κύριου εκφραστή των προοδευτικών πολιτών, στον τομέα της ενέργειας και ειδικότερα στο πλαίσιο της κλιματικής κρίσης;

Αρχικά, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις που προώθησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τη δημιουργία ενός πλαισίου διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου, τόσο για τους επενδυτές όσο και για τους πολίτες. Οφείλουμε ακόμη να απαιτήσουμε τη συμπερίληψη των αναγκών και των αιτημάτων της κοινωνίας, μέσω της διαβούλευσης και του κοινωνικού διαλόγου για τόσο κρίσιμα ζητήματα που άπτονται της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας και της πρόσβασης στο αγαθό της ενέργειας για όλους τους πολίτες.

Να μην μείνει κανείς πίσω

Να εξασφαλίσουμε ότι κανείς δεν θα μείνει πίσω στη μετάβαση του ενεργειακού μας συστήματος σε καθαρές μορφές ενέργειας και να μην επιτρέψουμε τη δημιουργία νέων ανισοτήτων και ενεργειακής φτώχειας. Να αξιοποιήσουμε το παράθυρο ευκαιρίας για επενδύσεις στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης για πολλές νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, μικρές και μεγάλες, της ιδιωτικής, κοινωνικής οικονομίας, στην κατεύθυνση της νομοθετικής τομής στην οποία προχωρήσαμε με τις Ενεργειακές Κοινότητες.

Οφείλουμε να εξασφαλίσουμε ότι η Ελλάδα δεν θα γυρίσει ποτέ πίσω στο στρεβλό «αναπτυξιακό» μοντέλο που οδήγησε τη χώρα μας στην κρίση. Να αξιοποιήσουμε τα δημοσιονομικά περιθώρια που κατακτήσαμε με την έξοδο της χώρας από τη μνημονιακή επιτροπεία, με σκοπό τη μεγιστοποίηση του δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος, ειδικά στον τομέα των ενεργειακών υποδομών, των δικτύων ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου (ΔΕΔΔΗΕ, ΔΕΠΑ) και των ενεργειακών εταιρειών που έχουν βαρύνοντα ρόλο στην ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας (ΕΛΠΕ).

Το προοδευτικό μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ

Όλα τα παραπάνω μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση της προγραμματικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, γύρω από την οποία θα συσπειρωθούν οι προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας, ώστε να ταχθούν απέναντι στο επερχόμενο νεοφιλελεύθερο και αντικοινωνικό πρόγραμμα που προωθεί η κυβέρνηση.

Πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι μόνο η διατήρηση ενός ισχυρού ρυθμιστικού ρόλου για το κράτος στη διαμόρφωση των κανόνων και του πλαισίου της ενεργειακής μετάβασης μπορεί να αποτελέσει δικλίδα ασφαλείας για τους πολίτες και επιχειρηματίες, ώστε η μετάβαση να γίνει με κοινωνικούς όρους, με όρους ανάπτυξης για όλους και όχι με όρους μεγιστοποίησης του κέρδους, μόνο για τους μεγάλους παίκτες.