Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

συζητάμε έναν χρόνο μετά από τον νόμο της 22ης του Οκτωβρίου του 2015, ακόμα μια φορά για ένα σημαντικό ζήτημα δημοκρατικής οργάνωσης της πολιτείας μας, για ένα σημαντικό δημοκρατικό αγαθό, όπως είναι η ενημέρωση, αλλά και για ένα δημόσιο αγαθό, όπως είναι οι συχνότητες, ένα αγαθό επί του οποίου ζήσαμε πολύ σημαντικές παραβιάσεις στο παρελθόν, αλλά πάνω απ’ όλα, ένα θέμα συνταγματικού ενδιαφέροντος.

Θα ήθελα, λοιπόν, να ξεκινήσω με ορισμένες παρατηρήσεις που συμβάλλουν πιστεύω και στον κοινοβουλευτικό διάλογο.

Άκουσα από τον κ. Βενιζέλο, από τον κ. Κουμουτσάκο και από πολλούς συναδέλφους της αντιπολίτευσης ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι μία ήττα. Να το λύσουμε λοιπόν εξ αρχής.

Ας δούμε ποια είναι η κατάσταση στην κοινωνία και στην πολιτική σήμερα. Η κοινωνία και όλα τα πολιτικά κόμματα που την εκφράζουν έχουν συμφωνήσει σήμερα ότι χρειάζονται άδειες στα τηλεοπτικά κανάλια, ότι τα κανάλια πρέπει να πληρώσουν τίμημα για τις άδειες αυτές και ότι χρειάζεται η λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής. Αυτά έχουν κατοχυρωθεί στη δημόσια συζήτηση.

Δηλαδή, όλα αυτά, τα οποία δεν υπήρχαν είκοσι επτά χρόνια τώρα, που είχαν την ευθύνη οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, σήμερα κατοχυρώθηκαν στη δημόσια συζήτηση. Από ποιον; Από την κοινωνία και από την παρέμβαση της Κυβέρνησης που ανέλαβε την ευθύνη της διακυβέρνησης το τελευταίο διάστημα. Διότι ένα χρόνο πριν, εγώ άκουγα συνάδελφο της Νέας Δημοκρατίας, η οποία έχει ασκήσει και καθήκοντα Υπουργού, να λέει ότι δεν χρειάζονται άδειες για τα κανάλια.

Τώρα γιατί η Νέα Δημοκρατία λέει ότι χρειάζονται άδειες; Άλλαξε κάτι; Άλλαξε. Η κοινωνία πείστηκε ότι υπάρχει δίκαιο και ανάγκη για την εφαρμογή του Συντάγματος και σε αυτή την ανάγκη οπισθοχώρησε ιδεολογικά ο χώρος συντήρησης. Γιατί δεν το παραδέχεσθε; Αυτή είναι η πραγματικότητα. Η κυβέρνηση δεν ηττήθηκε. Η κοινωνία προχώρησε μπροστά. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Δεν θα ήθελα να θριαμβολογούμε για τη δικιά μας βασική επιλογή που έχει κατοχυρωθεί κοινωνικά. Καταθέσατε και σχέδιο νόμου γι’ αυτό, αλλά θέλω να καταλάβουμε ότι η κοινωνία κερδίζει γιατί σιγά-σιγά έχει αποφασίσει να αποτινάσσει από πάνω της ένα-ένα τα δεσμά που την κρατάγανε ταπεινωμένη. Γιατί και η πληροφόρηση και το δημόσιο αγαθό των συχνοτήτων έλειπε από την κοινωνία μέχρι τώρα.

Το ευρωπαϊκό κεκτημένο επιστρέφει, διότι και ο Επίτροπος κακώς ακούστηκε ότι διαφωνεί. Αντιθέτως, όλα τα έγγραφα του Επιτρόπου για το ζήτημα αυτό συνηγορούν στις επιλογές μας, αλλά και στη δυνατότητα της χώρας να κάνει διαγωνισμό. Ταυτόχρονα όμως με το Ευρωπαϊκό επιστρέφει και το συνταγματικό κεκτημένο.

Δεν θα κάνουμε, όμως, τη χάρη στους συνηγόρους των καναλαρχών να αποσύρουμε έναν νόμο που το Συμβούλιο Επικρατείας επανειλημμένως έχει πει ότι χρειάζεται, διότι αυτό έλειπε από τη χώρα μέχρι σήμερα, και ήταν ευθύνη κάποιων ότι έλειπε.

Η Κυβέρνηση, λοιπόν, για να το βάλουμε σε μια σειρά αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και την πολιτική ευθύνη που έχει, έτσι ώστε να συσταθεί το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, το οποίο πρέπει να παρακολουθεί και την αδειοδότηση, αλλά και τρέχουσα περίοδο, όπου έχουμε εκπομπή χωρίς παρακολούθηση. Αυτό ξεκάθαρα αναγραφόταν στον ν. 4339, στον δικό μας νόμο δηλαδή, κάτι που δεν είχατε τολμήσει εσείς να νομοθετήσετε, γιατί είχατε συνταγματική υποχρέωση.

Έλεγε ο νόμος της Κυβέρνησης αυτής για το ΕΣΡ; Να σας διαβάσω.

Στο άρθρο 1 ανέθετε στο ΕΣΡ την αδειοδότηση.

Στο άρθρο 2 ανέθετε όλα τα ζητήματα που είχαν να κάνουν με τις αρμοδιότητες του ΕΣΡ με την προκήρυξη. Και να επισημάνω ότι με τον ορισμό της σύμφωνης γνώμης του ΕΣΡ στην παρ. 4 του άρθρου 2, όπως προκύπτει από τη σημερινή τροπολογία Παππά, όλες οι αρμοδιότητες του Υπουργού απαιτούν τη σύμφωνη γνώμη του ΕΣΡ. Αλλά και η τιμή εκκίνησης, προτείνουμε να καθορίζεται και αυτή με σύμφωνη γνώμη του ΕΣΡ.

Στο άρθρο 3 του δικού μας νόμου έχει την ευθύνη της προκήρυξης το ΕΣΡ. Στο άρθρο 4 έχει τα θέματα εγγυητικής επιστολής. Στο άρθρο 5 τα θέματα ονομαστικοποίησης των μετοχών. Στο άρθρο 6 έχει τα θέματα ποινικού μητρώου και μητρώου διαφάνειας, το περιεχόμενο του προγράμματος και τον χρονολογικό εξοπλισμό, το απασχολούμενο προσωπικό, τη διαδικασία αδειοδότησης, συμπληρωματικές πληροφορίες, το μητρώο, την προεπιλογή, συμπληρωματικά στοιχεία, το πόθεν έσχες, τον έλεγχο και την κυρίαρχη θέση, τα ασυμβίβαστα, κλπ. Όλα αυτά, με δική μας πρωτοβουλία ήταν ως αρμοδιότητες στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης.

Σήμερα προτείνουμε να ανασταλεί η εφαρμογή του άρθρου 2Α, αυτή μέχρι να δημοσιευθεί το σκεπτικό του ΣτΕ, και αυτό το κάνουμε προληπτικά, για να μην δημιουργηθούν πράξεις που χρειάζεται να ακυρωθούν. Και αυτό γιατί η διοίκηση θα είχε κανονικά την υποχρέωση της συνέχισης του διαγωνισμού και της απονομής της άδειας, κάτι το οποίο αναστέλλουμε.

Δεν χρειάζεται να επιδιώξουν τα κόμματα της ελάσσονος Αντιπολίτευσης να ανακαλύψουν μία αιτία διαφωνίας στο «αναστέλλεται» ή στο «καταργείται», πολύ απλά γιατί αναστέλλεται το μείζον που είναι η χορήγηση άδειας, άρα κανείς δεν έχει να ανησυχεί. Επιφυλασσόμαστε να διορθώσουμε τον νόμο όταν βγει το σκεπτικό και ταυτόχρονα αναστέλλουμε και τη δημιουργία οποιωνδήποτε πράξεων που χρειάζεται να ακυρωθούν μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Από την άλλη μεριά, όμως, κι εγώ απορώ -το είπε και ο κ. Δένδιας- πώς μπορεί έμπειροι συνταγματολόγοι και πολιτικοί να παρασύρονται σε υποτιμητικές εκφράσεις για το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως έκανε ο κ. Φορτσάκης πριν από δέκα μέρες εδώ στη Βουλή και να θέτουν ζήτημα πρόδηλης αντισυνταγματικότητας χωρίς να έχει βγει ακόμα η απόφαση. Τόσο ερασιτεχνισμό και προχειρότητα από έμπειρους συναδέλφους, δεν την περίμενα.

Από δημοσιογραφικές πληροφορίες να καταγγέλλει πρώην Αντιπρόεδρος Κυβέρνησης αντισυνταγματική στάση της παρούσας Κυβέρνησης; Είναι δυνατόν να είμαστε τόσο πρόχειροι στην επιχειρηματολογία μας; Είναι δυνατόν να είναι αυτό επίπεδο πολιτικής; Είναι δυνατόν να είναι κάποιοι τιμητές του Συντάγματος με δημοσιογραφικές πληροφορίες;

Η πολιτεία και η Κυβέρνηση οφείλει να σεβαστεί το Συμβούλιο της Επικρατείας και αυτό κάνουμε. Το 2010 το Συμβούλιο της Επικρατείας μας είπε ότι είναι αντισυνταγματικό το περιβάλλον λειτουργίας των τηλεοπτικών καναλιών. Το 2013 μας είπε ότι είναι αντισυνταγματική η συνεχής παράταση της θητείας των μελών του ΕΣΡ με την απόφαση 3515 και γι’ αυτό έχει ακυρώσει πολλές αποφάσεις του  ΕΣΡ -το είπε ο κ. Μπάρκας προηγουμένως- γιατί δεν επιτρέπεται η αυτοδίκαιη παράταση της θητείας, όταν το Σύνταγμα προβλέπει ορισμένη θητεία. Και το 2016 πολλαπλώς αποφάσισε κατά των ασφαλιστικών μέτρων, και μας είπε ότι είναι αναγκαίος ο διαγωνισμός και η αδειοδότηση. Άρα η Κυβέρνηση και η πολιτεία κάνουν ό,τι είπε το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Από αυτήν τη διαδικασία προέκυψε επίσης ξεκάθαρα, η σχέση της Κυβέρνησης με τα συμφέροντα. Κατ’ αρχήν, το τι θέλει να κάνει η Κυβέρνηση με τα συμφέροντα φαίνεται κάθε μέρα της εβδομάδας στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, που μαθαίνουμε πολλά για το πώς τακτοποιούνταν τα συμφέροντα και φθάσαμε μέχρι και να γίνει η αγωγή της Πειραιώς για τα δάνεια, τα δανεικά και αγύριστα, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.

Φάνηκε επίσης διότι αυτή η Κυβέρνηση εισέπραξε τέλη και φόρους διαφημίσεων, γιατί κανείς άλλος δεν είχε εισπράξει μέχρι τώρα. Αυτή η Κυβέρνηση εισέπραξε επιπλέον 80 και εκατομμύρια την πρώτη δόση και αυτή η Κυβέρνηση έκανε έναν νόμο με τον οποίο απορρίφθηκε στο διαγωνισμό και το κανάλι «Ε», και το κανάλι του κυρίου Καρατζαφέρη, και η υποψηφιότητα του κυρίου Καλογρίτσα, και ο «Τηλέτυπος» από τον διαγωνισμό. Ποιος άλλος τόλμησε μέχρι τώρα να πειράξει το καρτέλ κλειστής ενημέρωσης, που λειτουργούσε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης;

Όμως, επιτρέψτε μου να πω ότι δεν μπορώ να μην κρίνω το ότι από πολλές πλευρές της Βουλής κατατίθεται μια στάση, η οποία αμφισβητεί τη λειτουργία της ίδιας της Κυβέρνησης. Δηλαδή «αν δεν κάνετε το δικό μας…» -το λέει αυτό η μειοψηφία της δημοκρατικής απόφασης των εκλογών- «…τότε εμείς θα σας εκβιάσουμε με το να μη συγκροτηθεί μια ανεξάρτητη αρχή». Δηλαδή, αμφισβητεί η κοινοβουλευτική μειοψηφία το δικαίωμα της Κυβέρνησης να νομοθετήσει, αμφισβητεί την απόφαση των Ελλήνων πολιτών, σχετικά με το ποιος έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης.

Αυτό, επιτρέψτε μου να σας πω, ότι όταν χρησιμοποιείται ως εκβιασμός, προσβάλλει τη δημοκρατία, προσβάλλει όλους τους Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως τι ψήφισαν, γιατί όλοι οι Έλληνες πολίτες σέβονται την ψήφο τους. Κι αν δεν σέβεστε το αποτέλεσμα των εκλογών και εκβιάζετε μέσω της ανεξάρτητης αρχής κατά του αποτελέσματος των εκλογών, επιτρέψτε μου να πω ότι δεν σέβεστε ούτε τους δικούς σας ψηφοφόρους.

Και εδώ υπάρχει μια μεγάλη διαφορά, την οποία θέλουμε να καταθέσουμε. Όλοι συμφωνούμε πια για άδειες, όλοι συμφωνούμε για τίμημα. Έχουμε, όμως, όλοι τις ίδιες επιδιώξεις;

Από την πρόταση σχεδίου νόμου της Νέας Δημοκρατίας, που μετά βαΐων και κλάδων ανακοινώθηκε -αλλά στη συνέχεια «κουρεύτηκε» και δήλωσαν ότι δεν είναι πρόταση νόμου λόγω της δημόσιας κριτικής- φάνηκε ότι η ΝΔ  θέλει λιγότερα συμφέροντα της πολιτείας, περισσότερα συμφέροντα των καναλαρχών, καμία προστασία και πρόβλεψη για τους εργαζόμενους και ανέφικτο της αδειοδότησης. Γιατί λέει ότι θα υπάρχει αριθμός αδειών, θα υπάρχουν δικαιούχοι, αλλά κανείς δεν μας λέει πώς ταιριάζουν αυτά τα δύο και πώς τελικά προκύπτουν οι υπερθεματιστές. Αυτή η απάντηση μήπως είναι από τώρα μια ναρκοθέτηση, γιατί δεν θέλετε ούτε ο δικός σας νόμος, η πρότασή σας να τελειώσει ποτέ;

Τελικά, αναρωτιόμαστε εάν ναρκοθετείτε εσείς τη διαδικασία της αδειοδότησης των καναλιών. Αυτό προσπαθούσατε να κάνετε με το θέμα της μη συγκρότησης του ΕΣΡ. Γι’ αυτό κι εμείς τροποποιούμε το 2Α, για να μην υπάρχει καμία δικαιολογία.

Εξάλλου, κύριε Κεδίκογλου, απ’ ότι βλέπω, σε μια επίκαιρη επερώτηση στις 8 Οκτωβρίου του 2012, εσείς παραδεχθήκατε ότι δεν έχετε εισπράξει τίποτα από τα κανάλια. Έχετε καταλογίσει, αλλά δεν έχετε εισπράξει. Είναι δική σας απάντηση.

Εμείς όμως μόλις αναλάβαμε, ακυρώσαμε την αναστολή πληρωμής φόρου  τηλεοπτικών διαφημίσεων, που η προηγούμενη Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων είχε δώσει τον Ιανουάριο του 2015. Εμείς επιμείναμε στο ζήτημα της είσπραξης των τελών συχνοτήτων. Αυτά φαίνονται. Κάποιος τα έκανε. Κάποιος άλλος δεν τα έκανε. Εγώ δεν έχω τίποτα να πω. Τα λέει όλα η ιστορία.

Εμείς, όμως, δεν θέλουμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ελεγχόμενο Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Εξάλλου, γι’ αυτό προτείναμε και τον Βύρωνα Πολύδωρα. Δεν είναι του δικού μας πολιτικού χώρου. Γι’ αυτό δεχθήκαμε και τον κ. Μορώνη. Ούτε αυτός είναι του δικού μας πολιτικού χώρου.

Εσείς, που στην τέταρτη συνεδρίαση, που την παρακολούθησα, της Διάσκεψης των Προέδρων, είπατε ότι είναι πολύ καλή πρόταση ο κος Μορώνης, αρκεί να λυθεί το θέμα του ΣΤΕ, γιατί δεν τον δέχεστε τώρα; Γιατί εσείς το είπατε μέσα στη Διάσκεψη των Προέδρων. Μήπως παίζετε την κολοκυθιά μόνο και μόνο για να μη  γίνει Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης; Δεχθήκαμε και την αντικατάσταση του κυρίου Μουλόπουλου από τον κ. Κιάο. Εμείς το κάναμε αυτό. Το δεχθήκαμε. Ήταν πρόταση της Αντιπολίτευσης.

Ας σοβαρευθούμε λιγάκι. Όλη η Ελλάδα κατάλαβε τι θέλετε. Στήσατε μια παγίδα στην Κυβέρνηση και τώρα κάνετε ό,τι μπορείτε για να μην πέσετε εσείς μέσα σ’ αυτήν.

Εμείς θεωρούμε προτεραιότητα τη σύσταση ανεξάρτητης αρχής κι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε δημοκρατική συζήτηση και σύνθεση και οτιδήποτε χρειάζεται για να συγκροτηθεί.

Εσείς θέλετε πάρα πολύ απλά μια Ελλάδα υπόδουλη σε μια χούφτα οικογένειες, να δουλεύουμε όλοι χωρίς προκοπή, για να νέμονται τις καρέκλες της εξουσίας οι ίδιες οικογένειες που κληρονομούν στα παιδιά τους βουλευτικές, υπουργικές και πρωθυπουργικές καρέκλες.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

πράγματι το κύριο θέμα της Ελλάδας δεν είναι οι άδειες. Το κύριο θέμα είναι το ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι που δημιουργήσατε, οι έντεκα μειώσεις των συντάξεων που εσείς κάνατε, είναι οι επιπτώσεις της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, οι επιπτώσεις του κυρίου Σαμαρά, του κυρίου Μητσοτάκη, του κυρίου Δένδια, του κυρίου Γεωργιάδη, όλα αυτά που αλλάξαμε μόλις έφυγε ο κ. Γεωργιάδης με την κατάργηση του πεντάευρου, με την υγεία και τους ανασφάλιστους, με τις προσλήψεις στα νοσοκομεία, με τη διαλεύκανση σκανδάλων, κλπ.

Εμείς, όμως, ξέρουμε ότι όλο αυτό το κακό παρελθόν σε συμμαχία των κυβερνήσεών σας με τους καναλάρχες, με «θαλασσοδάνεια» και εξυπηρετήσεις, ταπείνωσαν και ταπείνωναν μια ολόκληρη χώρα και αυτό είναι το δικό μας καθήκον, να τελειώνουμε με το παλιό, να επιστρέψει η Δημοκρατία, το Σύνταγμα, η ισονομία και στον τηλεοπτικό χώρο.

Παρακολουθείστε την ομιλία εδώ

Print Friendly, PDF & Email