Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αγαπητοί Υπουργοί, θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω από ένα σχόλιο όσον αφορά το περιβάλλον της συζήτησης. Συζητάμε για δεύτερη μέρα ένα σημαντικό νομοσχέδιο, που αφορά τα θέματα της ενημέρωσης. Όμως, δεν μπορώ να μην κάνω ένα σχόλιο σχετικά με τα χαρακτηριστικά του βουλευόμενου Σώματος που έχει η Εθνική Αντιπροσωπεία.
Αγαπητή Πρόεδρε, νομίζω ότι και ως συντοπίτισσα θα με βοηθήσετε να πάρουμε κάποια μέτρα -και ως νέος Βουλευτής σας το λέω- γιατί δεν είναι ενθαρρυντική η εικόνα της συμμετοχής των συναδέλφων. Δεν θα αναφερθώ σε κόμματα και δεν θα διαχωρίσω συναδέλφους αλλά η Βουλή των Ελλήνων πρέπει να γίνει βουλευόμενο Σώμα και όχι ντιμπέιτ εξαγγελίας πολιτικών λόγων για το πεντάλεπτο της δημοσιότητας του καθένα στην τηλεόραση.
Μιας και μιλάμε για τηλεόραση, νομίζω ότι η συζήτηση για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση είναι λογικό ότι ξεπερνάει τα όρια της συζήτησης για το τι είναι ραδιόφωνο και το τι είναι τηλεόραση, ξεπερνάει το χάρτη των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων. Εξάλλου οι συχνότητες -ξέρετε- έχουν το χαρακτηριστικό να μην γνωρίζουν σύνορα, να διαπερνούν τοίχους και να μπαίνουν και να διαμορφώνουν συνειδήσεις.
Η συζήτηση, λοιπόν, αυτή αφορά πολύ περισσότερο σε ζητήματα της δημοκρατίας, αφορά στο θέμα του δικαιώματος της πρόσβασης στην ενημέρωση και στον πολιτισμό. Δεν νομίζω ότι καταφέραμε να αποφύγουμε –και δεν είναι και κακό άλλωστε- να ασχοληθούμε με τα κεντρικά διλήμματα της πολιτικής, να ασχοληθούμε δηλαδή με το βασικό ερώτημα το οποίο μπαίνει σήμερα στη χώρα μας: Αν η χώρα μας μπορεί και θέλει να επανέλθει στο δρόμο της δημοκρατίας, στο δρόμο της ισότητας, της αξιοκρατίας, της προόδου ή αν θα παραμείνει μακριά από την ευρωπαϊκή συζήτηση και τα ευρωπαϊκά ιδεώδη και κατά κάποιο τρόπο αν μπορεί να συμβάλει στο να αποκατασταθεί το ευρωπαϊκό περιβάλλον στη συζήτηση της δημοκρατίας.
Έχω την αίσθηση ότι χθες, ιδιαίτερα, ακούγοντας και την κ. Βούλτεψη αλλά και άλλους συναδέλφους, αισθάνθηκα ότι είναι προφανές ποιες είναι οι δύο γραμμές. Υπάρχει η άποψη ότι πρέπει να αλλάξουμε σελίδα, να βάλουμε πρώτα τον άνθρωπο, να ανεβάσουμε την Ελλάδα ένα σκαλί παραπάνω, όπως αντιστοιχεί σε κάθε γενιά και σε κάθε έθνος. Υπάρχει, όμως, και η άποψη ότι πρέπει να υποταχθούμε «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» στους δανειστές, να επιδιώξουμε πάση θυσία την ήττα της Κυβέρνησης, ανεξαρτήτως αν αυτό συνδέεται ακόμα και με το εθνικό συμφέρον.
Μπήκε και ένα έντονο ερώτημα -μια ανησυχία θα έλεγα εγώ- από την μεριά της κ. Βούλτεψη -είχε μπει πολλές φορές και νωρίτερα από τη Νέα Δημοκρατία- σχετικά με το αν τελικά υπάρχει εθνική ευθύνη, αν όλα τα κόμματα υποστηρίζουν το εθνικό συμφέρον. Δεν θέλω και δεν νομίζω ότι χρειάζεται να μιλάμε για σενάρια, νομίζω ότι υπάρχουν δυνατότητες στον καθένα να πάρει πραγματικά θέση σε αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας. Επειδή τέθηκε αυτό το ερώτημα, λέω πολύ απλά ότι αν το συμφέρον της χώρας είναι πάνω από όλα, αν υπάρχει πατριωτικό καθήκον σε όλους, νομίζω ότι θα άξιζε να ακούσουμε από την Αξιωματική Αντιπολίτευση τι θέση παίρνει για την τοποθέτηση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος του κ. Βέμπερ, ο οποίος επίσημα δήλωσε ότι θεωρεί ότι είναι πολύ ορθή η εκτίμηση να συζητάμε για Grexit:
Νομίζω ότι χρειαζόμαστε τη θέση σας και δεν την έχουμε ακούσει, ούτε έχετε διαχωρίσει τη θέση σας. Και δεν έχετε τοποθετηθεί.
Θα ήθελα να ακούσουμε τελικά ποια είναι η άποψη της Νέας Δημοκρατίας και για την ΕΡΤ, γιατί κάτι τέτοιο δεν ακούσαμε. Όμως, θεωρώ ότι προσβάλλει τη συζήτηση και γυρίζει την Ελλάδα πολλά χρόνια πίσω αν η κ. Βούλτεψη θεωρεί ότι συζητώντας για την ΕΡΤ το ερώτημα είναι «Πείτε μας: Πόσους θέλουμε να διορίσουμε».
Κυρία Βούλτεψη, ο τρόπος με τον οποίο ανατραφήκατε ιδεολογικά και πολιτικά μέσα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ο τρόπος με τον οποίο εσείς διαβάζετε την πολιτική, επιλέχθηκε από τον ελληνικό λαό να τον αλλάξουμε.
Όμως, αγαπητοί συνάδελφοι, ασχέτως του προσωπικού, θεωρώ ότι η πολιτεία των κομμάτων της Μεταπολίτευσης, των κομμάτων του δικομματισμού που συνέδεσαν την άσκηση πολιτικής μόνο με την ικανοποίηση μικροπολιτικών και μικροκομματικών συμφερόντων και μόνο με την τακτοποίηση «ημετέρων» δεν έφθειρε μόνο τους ανθρώπους, δεν έφθειρε μόνο την κοινωνία, αλλά τα ίδια τα κόμματα και το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Διότι υποδούλωσε αλλήλους σε ένα σπιράλ ύφεσης της πολιτικής πια και της δεοντολογίας.
Η προσπάθεια η οποία γίνεται, αγαπητοί συνάδελφοι, με το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί δεν είναι μόνο να ξεφύγουμε από το «μαύρο» της ΕΡΤ. Είναι γεγονός ότι σχετικά με το «μαύρο» του Ιουνίου του 2013, πέρα από την προσωπική καταγραφή που έχει γίνει στον καθένα μας, πέρα από το αν υπηρετήσαμε μαζί με συναδέλφους στη Θεσσαλονίκη, στην Αγγελάκη, στη Στρατού, στο Χορτιάτη –ανεξαρτήτως, λοιπόν, από το πού υπηρέτησε ο καθένας μας εκείνες τις μέρες- η συζήτηση που έχουμε σήμερα μπροστά μας έχει να κάνει με ένα νέο πεδίο συλλογικής διεκδίκησης, το οποίο να πω την αλήθεια πήρε μορφή μετά το «μαύρο». Δεν είχαμε όλοι την εκτίμηση που έπρεπε στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, σ’ αυτό το δημόσιο αγαθό, ίσως γιατί την είχαμε αφήσει να πέσει πολύ χαμηλά, οι πολιτικοί πρώτα απ’ όλα, αλλά και η κοινωνία.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι ότι σήμερα δεν κάνουμε τη συζήτηση απλά και μόνο για το αν είναι χρήσιμη η δημόσια ραδιοτηλεόραση. Συζητάμε μέσα από ένα περιβάλλον που διαμορφώθηκε τα τελευταία δύο χρόνια, μετά από πολλούς αγώνες, από πολλές προσπάθειες για να διατυπωθεί εκ νέου η αξία αυτού του δημόσιου αγαθού.
Και ξέρετε, επειδή τον αγώνα για τη δημόσια ΕΡΤ την έδωσαν όσοι ήταν «έξω» από την ΕΡΤ, δηλαδή όσοι δεν είχαν εκπομπές, όσοι δεν είχαν παρουσία, όσοι δεν είχαν προβολή, όσοι δεν είχαν διορίσει κανέναν στην ΕΡΤ, νομίζω ότι αυτή η συζήτηση αποκτά μεγαλύτερη αξία, γιατί δείχνει ότι η κοινωνία, η Αριστερά, τα κινήματα μπορούν να αγωνιστούν για κάτι που δεν είναι δικό τους, για κάτι που είναι άλλων, για κάτι για το οποίο δεν έχουν προσωπικό συμφέρον, αλλά έχουν όλοι συμφέρον. Διότι, δυστυχώς, το κλείσιμο της ΕΡΤ δεν ήταν απλά μια επιλογή για να μειώσουμε το κόστος, αλλά μια επιλογή για να αφήσουμε στο συμφέρον κάποιων άλλων μεγαλύτερο χώρο, όπως είναι οι ιδιωτικοί καναλάρχες, οι ιδιωτικές συχνότητες, η ιδιωτική διαχείριση. Έγινε για να αφήσουμε στην ιδιωτική διαχείριση τη ραδιοτηλεόραση και τις πληροφορίες, για να αφήσουμε περισσότερο χώρο στην ιδιωτική προπαγάνδα, η οποία ακόμα βλέπουμε πώς λειτουργεί.
Βλέπετε, λοιπόν, ποια είναι η διαφορά των συμφερόντων. Το συμφέρον των πολλών χωρίς να κερδίσουμε τίποτα μάς οδηγεί στο να κρατήσουμε ανοιχτή την ΕΡΤ, να την τοποθετήσουμε ξανά στο δημόσιο πολιτικό χάρτη. Το συμφέρον των λίγων και της προπαγάνδας, του περιορισμού της πληροφορίας και του πολιτισμού μας οδηγεί στο να έχουμε το αλαλούμ των ιδιωτικών συχνοτήτων.
Η κοινωνία της Θεσσαλονίκης αυτούς τους είκοσι δύο μήνες αγώνα συνειδητοποίησε την ανάγκη της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Όμως, δημιούργησε ταυτόχρονα και τη δυνατότητα να έχουμε και αυτοδιαχειριζόμενα εργαλεία, αλλά και να διατυπώσουμε πολύ πιο δυνατά πια τη φωνή ότι η ΕΡΤ 3, αλλά και όλα τα περιφερειακά κανάλια είναι απαραίτητα ως ανάσα δημοκρατίας, ως οξυγόνο για τον τόπο μας.
Νομίζω, ότι αυτό το οποίο πρέπει να κατοχυρωθεί με τη σημερινή συζήτηση είναι ότι η πρόσβαση σε μια δημοκρατική, αποκεντρωμένη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση πρέπει να είναι συνταγματική βάση για τη χώρα μας. Αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να επιλέξουμε σήμερα. Και πρέπει να επιλέξουμε μία Δημόσια Ραδιοτηλεόραση η οποία θα είναι βιώσιμη με χαμηλά τέλη.
Δεν μπορώ να καταλάβω την ανησυχία του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ, σχετικά με το τι θα γίνει «αν μπούμε μέσα». Μάλλον έτσι συνηθίσατε να διαβάζετε το δημόσιο βίο. Δεν θα μπούμε μέσα, γιατί θα υπάρχουν κανόνες δημοκρατίας και διαφάνειας στη δική μας διαχείριση.
Νομίζω ότι το πιο σημαντικό το οποίο έχουμε να συζητήσουμε σήμερα είναι το πώς θα ανοίξουμε τη δημόσια ραδιοτηλεόραση σε νέες λειτουργίες, στον πολιτισμό, στην επιστήμη, στην καινοτομία, στην αυτοδιοίκηση, στην αποκέντρωση, στην παραγωγή, στη νεολαία, στον Απόδημο Ελληνισμό. Είναι ότι θα πρέπει να ξανακαλέσουμε όλες αυτές τις δημιουργικές δυνάμεις να γυρίσουν πάλι πίσω στην Ελλάδα, να γυρίσουν στο δημόσιο χώρο. Αυτή είναι η κουλτούρα, αν θέλετε, της νέας Ελλάδας, αυτή είναι η κουλτούρα της νέας προσπάθειας. Διότι, αγαπητοί συνάδελφοι, εφόσον οι εργαζόμενοι κράτησαν ανοιχτή την ΕΡΤ, αυτό το νομοσχέδιο μεταφέρει στην κοινωνία την ευθύνη να την κρατήσει δημόσια, να την κρατήσει δημοκρατική, να την κρατήσει αποκεντρωμένη, να την κρατήσει για όλους τους Έλληνες και όχι για τα κόμματα. Νομίζω ότι αυτό είναι το καθήκον που πρέπει να αναμεταδώσουμε ως κουλτούρα, ως ήθος. Επίσης, νομίζω ότι αυτό αποτελεί κοινή βάση για όλους και μπορούμε να επενδύσουμε σ’ αυτό το κοινό όραμα.
Σας ευχαριστώ πολύ.