Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
νομίζω ότι κάναμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση και στην Επιτροπή που συζητήσαμε τις δυο Συμβάσεις, οπότε και εγώ δεν θα μπω σε πολλά ζητήματα ουσίας των δυο Κυρώσεων. Θεωρώ ότι είναι μια θετική στιγμή για το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Προχωρούμε στην Κύρωση δυο σημαντικών Συμβάσεων. Η μία αφορά στα ζητήματα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και η άλλη αφορά τυπικά στα θέματα του όζοντος, αλλά ουσιαστικά στην κλιματική αλλαγή.
Νομίζω, όμως, ότι οφείλω να επαναλάβω κάποια ζητήματα τα οποία συζητήσαμε, διότι θα ήθελα να καταγραφούν και στα Πρακτικά, ώστε να ενημερώσουμε και τους πολίτες και προφανώς και τα κόμματα που είναι εδώ σήμερα.
Τα θέματα του περιβάλλοντος σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ουσιαστικά και κρίσιμα ζητήματα. Συνδέονται αναπόσπαστα και με την επιβίωση του πλανήτη και των πολιτών, αλλά και με τα θέματα ανάπτυξης και οικονομίας.
Νομίζω ότι είναι σαφέστατα αντιεπιστημονική θέση να παραγνωρίζουμε και να υποτιμούμε τα σοβαρά περιβαλλοντικά ζητήματα. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι η Συμφωνία για το περιβάλλον μας δίνει μια δυνατότητα να πετύχουμε και μια προοδευτική πολιτική συμφωνία σε επίπεδο πλανήτη και αυτό είναι επιδίωξή μας.
Θεωρούμε ότι και οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, αλλά και η Συμφωνία των Παρισίων αποτελούν σε παγκόσμιο επίπεδο προοδευτικά πολιτικά κείμενα, συμφέρουν την Ελλάδα και σε εθνικό επίπεδο είναι πολύ σημαντικά. Γι’ αυτό τον λόγο, λοιπόν, και σε επίπεδο περιβαλλοντικής διπλωματίας, αλλά και στην άσκηση της ελληνική περιβαλλοντικής πολιτικής σαφέστατα τοποθετούμαστε σ’ αυτές τις συμμαχίες.
Τα θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, για εμάς, είναι πάρα πολύ σημαντικά. Η Ελλάδα επέλεξε να παρουσιάσει εθελοντικά την πρόοδό της για τα θέματα βιώσιμης ανάπτυξης στην πρόσφατη συνάντηση του ΟΗΕ υψηλού επιπέδου, υπουργικού επιπέδου και Αρχηγών κρατών στη Νέα Υόρκη, στις 15, 16 και 17 Ιουλίου, όπου είχαμε πάρα πολύ καλή αξιολόγηση. Και αυτό, κυρίες και κύριοι, έχει να κάνει και γιατί η βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι μόνο περιβάλλον. Η βιώσιμη ανάπτυξη αφορά στην εργασία, στην πρόσβαση σε βασικά αγαθά, στην πρόσβαση στην υγεία, στην πρόνοια και στην παιδεία. Είναι βασικοί στόχοι της βιώσιμης ανάπτυξης πλέον για το 2030 και όπως καταλαβαίνετε, συντάσσονται και συμφωνούν σ’ ένα πολύ μεγάλο επίπεδο με τη δική μας πολιτική προοπτική, αλλά και με την ευρωπαϊκή πολιτική προοπτική.
Θεωρούμε ότι είναι και η κατάλληλη απάντηση στις λανθασμένες και περιορισμένου πολιτικού επιπέδου και οπτικής μνημονιακές πολιτικές, οι οποίες ασχολούνταν μόνο με τους αριθμούς, αλλά ταυτόχρονα μεγάλωναν το χάσμα όσον αφορά το θέμα της πρόσβασης στην εργασία, στην υγεία ή στην παιδεία και πως δημιουργούν ένα νέο πολιτικό επίπεδο συνεργασιών και στην Ευρώπη και παγκόσμια.
Από την άλλη μεριά, υπάρχει από το σύνολο της επιστημονικής, αλλά και της παγκόσμιας πολιτικής κοινότητας μια συμφωνία για θέμα της κλιματικής αλλαγής. Θεωρώ απολύτως αντιεπιστημονικό, απάνθρωπο να ακούγεται εντός της ελληνικής Βουλής ότι δεν υπάρχει επιστημονική τεκμηρίωση και συμφωνία για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της. Η αγάπη στον άνθρωπο, η αγάπη στην πρόοδο, η αγάπη στο περιβάλλον πρώτα απ’ όλα στηρίζεται στην ενίσχυση της υποστήριξης της ανθρώπινης ζωής και υγείας. Είναι αδιανόητο να υπάρχουν πολιτικοί χώροι εντός του ελληνικού Κοινοβουλίου που να λένε ότι δεν υπάρχουν δεδομένα για την κλιματική αλλαγή, όταν υπάρχει η Παγκόσμια Διακυβερνητική Διάσκεψη, η οποία όχι απλώς επιβεβαιώνει το μεγάλο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, αλλά, δυστυχώς, επιβεβαιώνει ότι είναι αρνητικές οι εξελίξεις στην κλιματική αλλαγή. Δεν μπορούμε να πιάσουμε, δηλαδή, ως παγκόσμια κοινότητα τον στόχο του κάτω των δύο βαθμών Κελσίου και πρέπει να έχουμε μεγαλύτερη πολιτική εγρήγορση και πιο συγκεκριμένα μέτρα για την κλιματική αλλαγή.
Θεωρώ, λοιπόν, απαράδεκτο και -αν θέλετε- τίθεμαι απόλυτα απέναντι σε λογικές απολύτως αντιεπιστημονικές, κυρίως, όμως, σε λογικές που είναι ενάντια στον άνθρωπο, στις αξίες του και στο περιβάλλον, όπως ακούστηκε προηγουμένως.
Από την άλλη μεριά, όμως, θα ήθελα σαφέστατα να κάνουμε και μία άλλη διάκριση. Είναι γεγονός ότι η οικονομική δραστηριότητα και η ανθρώπινη δραστηριότητα δημιουργεί επιπτώσεις στο περιβάλλον. Πιθανά, να ζούμε σε έναν βάρβαρο κόσμο, σε έναν κόσμο ο οποίος έχει προκύψει από την ανάπτυξη μονοπωλιακών ενώσεων ή επιχειρήσεων, ταυτόχρονα όμως και των κοινωνιών.
Θα ήθελα να θέσω, όμως, ένα ερώτημα: Σε αυτόν τον κόσμο, στον οποίο ζούμε, τον κόσμο με τις πολλές αντιθέσεις και ταυτόχρονα με την μεγάλη πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και των οικονομικών μορφών, δεν οφείλουμε να διαθέσουμε στην υπηρεσία των πολιτών όλων των κοινωνικών τάξεων, των λαϊκών τάξεων και των εργαζομένων, όλα τα επιστημονικά, διοικητικά και πολιτικά εργαλεία για την προστασία του περιβάλλοντος; Είναι δυνατόν ένα κόμμα προοδευτικό, ένα κόμμα με τέτοια ιστορία και παράδοση στους αγώνες και στην επιστήμη να αρνείται τον επιστημονικό όρο του ελέγχου του περιβάλλοντος προς όφελος της εργατικής τάξης; Μου έκανε και αυτό ιδιαίτερη εντύπωση.
Εγώ, λοιπόν, θέλω να σας πω τη δική μας άποψη: Εφόσον έχουμε την επιστημονική γνώση, αλλά και τις παγκόσμιες πολιτικές συμφωνίες, δεν θέλουμε αυτές να τίθενται μόνο προς όφελος πιθανά των οικονομικών ομίλων, αλλά αντίθετα και προς όφελος των κοινωνιών, των κρατών και της χώρας μας.
Η χώρα μας, λοιπόν, όλοι οι εργαζόμενοι και όλοι οι πολίτες της, αλλά και οι γειτονικές χώρες και όλοι οι εργαζόμενοι και οι πολίτες των γειτονικών χωρών έχουν να κερδίσουν από διακρατικές συμφωνίες που δίνουν τη δυνατότητα ελέγχου των διασυνοριακών περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Αναπληρωτή Υπουργού)
Ολοκληρώνω, κύριε Πρόεδρε.
Διότι κι εμείς, αλλά και οι πολίτες της Αλβανίας, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, της Βουλγαρίας, της Τουρκίας, αλλά και όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου έχουν να κερδίσουν από μία συμφωνία που μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε πρόσβαση στον έλεγχο και στη διατύπωση των περιβαλλοντικών όρων και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Μάλιστα, εδώ θα ήθελα να πω, σχολιάζοντας -αν θέλετε- και μια άλλη τοποθέτηση που άκουσα, ότι η τροποποίηση αυτή της Σύμβασης του Espoo που δίνει τη δυνατότητα στην κοινωνία των πολιτών να συμμετέχει σε αυτήν τη διαβούλευση -όχι μόνο δηλαδή στα κράτη, αλλά και στην κοινωνία των πολιτών- είναι ένα ακόμη πιο προοδευτικό βήμα και επίτευγμα της παγκόσμιας πολιτικής κοινότητας και γι’ αυτό το υποστηρίζουμε και σε πολιτικό επίπεδο. Δίνει τη δυνατότητα, δηλαδή, όχι μόνο στα κράτη να συμμετέχουν σε μια παγκόσμια συζήτηση, διασυνοριακή, για τις επιπτώσεις των περιβαλλοντικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, αλλά και η κοινωνία των πολιτών να έχει έναν ενισχυμένο ρόλο.
Κι εγώ θέλω να επικροτήσω -και να επικροτήσουμε ως Κυβέρνηση- αυτήν την επιλογή της κοινωνίας των πολιτών να έχει αυτόν τον ισχυρό ρόλο, διότι δίνεται η δυνατότητα και σε ανεξάρτητες, αυτόνομες κινηματικές φωνές να διατυπώνουν λόγο και να συμμετέχουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Σε αντίθετη περίπτωση, διακόπτοντας -αν θέλετε- την πρόσβαση στην πληροφορία, στη διατύπωση γνώμης, στην πολιτική και περιβαλλοντική ενασχόληση από τις κοινωνικές ομάδες, περιορίζουμε τη Δημοκρατία. Εμείς θέλουμε να ανοίξουμε τη Δημοκρατία, τη συνεργασία των λαών και την παράλληλη πρόοδο, προφανώς με περιβαλλοντική ισορροπία και με βιώσιμη ανάπτυξη.
Έχουμε, λοιπόν, την υποχρέωση, γνωρίζοντας ότι σαφέστατα οι οικονομικές μορφές διαθέτουν πρόσβαση στην επιστημονική γνώση και ισχυρά επιστημονικά επιτελεία, να δώσουμε τη δυνατότητα στις κοινωνίες και στα κράτη να αναπτύξουν αντίστοιχο δυναμικό και να έχουν το δικαίωμα παρέμβασης.
Διότι όπως είπαμε και στις Επιτροπές, τα μονοπώλια, οι μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι έχουν επιστημονικό δυναμικό και έχουν και τις διαδρομές -πιθανά πολλές υπόγειες- να παρεμβαίνουν στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις άλλων δραστηριοτήτων, άλλων χωρών, στα πλαίσια του ανταγωνισμού.
Οι πολίτες, οι κοινωνίες, οι πολιτείες και τα κράτη δεν θα έχουν αυτό το δικαίωμα; Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να πετύχουμε η Σύμβαση του Espoo, να κατοχυρώσουμε, δηλαδή, τη δυνατότητα αυτή. Μάλιστα, θα έλεγα ότι σε πολιτικό επίπεδο είναι σημαντικό το ότι η χώρα μας την κυρώνει σε επίπεδο Κοινοβουλίου, διότι δηλώνει στη γειτονιά της, ότι θέλουμε και οι υπόλοιπες χώρες της γειτονιάς μας να κυρώσουν τη Σύμβαση αυτή, κάτι που δεν έχει κάνει η Τουρκία. Και εμείς θέλουμε σε αυτή την «οικογένεια» του ελέγχου, της συνεννόησης, της βιώσιμης ανάπτυξης να είναι όλοι οι γείτονές μας. Μοιραζόμαστε την ίδια θάλασσα, μοιραζόμαστε την ίδια ατμόσφαιρα, μοιραζόμαστε την ίδια ζωή.
Δεν θεωρούμε ότι υπάρχουν σύνορα μεταξύ των πολιτών όσον αφορά το περιβάλλον, όσον αφορά τη ζωή και το δικαίωμα σε αυτή. Αντίθετα, πρέπει να ενισχύουμε τις διασυνοριακές συνεργασίες, γιατί αυτές είναι που εγκαθιστούν το κλίμα ειρήνης, που θεωρούμε ότι είναι το πρωτεύον στη ζωή του ανθρώπου. Και θεωρώ πως και η Αριστερά αυτό πιστεύει, ότι ξεκινώντας από την ειρήνη και τη συνεργασία των λαών μπορούμε να πετύχουμε όλα τα υπόλοιπα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι η Συνθήκη του Κιγκάλι δημιουργεί σοβαρότατα ζητήματα όσον αφορά τις οικονομικές και παραγωγικές μας υποχρεώσεις. Εδώ είναι η συζήτηση που πρέπει να κάνουμε. Σε αυτό το επίπεδο πρέπει να συζητήσουμε, διότι υπάρχουν σημαντικότατες αλλαγές, μιας και η Ελλάδα είναι στις χώρες που έχουν τις μεγαλύτερες υποχρεώσεις για τη μείωση των υδροφθορανθράκων. Και εδώ υπάρχουν σοβαρά ζητήματα και ως προς τις εισαγωγές και ως προς τους τεχνίτες και την πιστοποίηση των επαγγελμάτων.
Εμείς, λοιπόν, μαζί με το Υπουργείο Οικονομικών, πρέπει να εκδώσουμε μία σημαντική υπουργική απόφαση μέχρι το τέλος του χρόνου για τις οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στο πεδίο αυτό.
Και, βέβαια, πρέπει να συζητήσουμε, στην ουσία της παραγωγικής ανασυγκρότησης, τι επαγγέλματα, τι δραστηριότητες, τι επιχειρήσεις μπορούν να αναπτυχθούν στην Ελλάδα, ώστε να έχουμε εκ των προτέρων επενδύσεις στην «πράσινη ανάπτυξη», σε μία οικονομία που θα προλαμβάνει τις εκπομπές, θα προλαμβάνει τους ρύπους, θα προλαμβάνει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Αυτό ταυτόχρονα, κατά την άποψή μου, δίνει δύο σημαντικά χαρακτηριστικά προόδου στην πολιτική μας: Πρώτον, θα αυξήσει την εργασία με βιώσιμα χαρακτηριστικά. Άρα, θα έχουμε μακροπρόθεσμη εργασία με μακροπρόθεσμο προϊόν, κάτι που είναι προοδευτικό για την Ελλάδα. Η έξοδος από τα μνημόνια σημαίνει μακροπρόθεσμη, βιώσιμη εργασία για όλους. Δεύτερον, θα εξασφαλίσει ποιότητα ζωής και πρόσβαση στα βασικά αγαθά της υγείας και της προόδου επίσης για όλους τους πολίτες. Αυτό είναι ένα επίσης προοδευτικό αγαθό που δεν δινόταν στην προηγούμενη περίοδο και δεν εξασφαλιζόταν για όλους τους πολίτες.
Αυτές οι μεγάλες προοδευτικές αλλαγές της εργασίας για όλους, της ζωής για όλους και της πρόσβασης στις αποφάσεις για όλους είναι χαρακτηριστικά που και η Ευρώπη και η Ελλάδα έχουν σήμερα στην προτεραιότητά τους. Και πιστεύω ότι από αυτή την άποψη -με μία διεσταλμένη, βέβαια, ερμηνεία- αυτές οι δύο συνθήκες μπορούν να συμβάλουν και σε αυτήν την κατεύθυνση.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, αν γινόταν μία κριτική στη Βουλή σήμερα θα ήταν γιατί αργήσαμε, γιατί πιθανώς υπάρχουν συμφωνίες εδώ του 2001, του 2004 που δεν έχουν έλθει στη Βουλή. Αυτή την κριτική εγώ θα την έκανα αποδεκτή. Έχουμε αργήσει. Πρέπει να επιταχύνουμε και παρότι είμαστε λίγοι σήμερα, πρέπει να δώσουμε ένα μήνυμα ότι το περιβάλλον είναι προτεραιότητα για την Ελλάδα, είναι ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Δεν είναι μόνο υγεία, είναι ανάπτυξη, εργασία και διάκριση -αν θέλετε- της Ελλάδας. Και προφανώς η Ελλάδα πρέπει να είναι πρωτοπόρα και στις περιβαλλοντικές συμφωνίες, αλλά πάνω απ’ όλα στη μάχη για την κλιματική αλλαγή και τη μείωση των επιπτώσεων από το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Σας ευχαριστώ πολύ.