Σ. Φάμελλος: “Η κλιματική κρίση αμφισβητεί και το σύστημα παραγωγής και την ίδια την επιβίωση”

“Ενώ οι όροι της βιώσιμης ανάπτυξης και της κλιματικής κρίσης έχουν μπει για τα καλά στη ζωή μας, είναι προφανές ότι, ως παγκόσμια κοινωνία, δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να ανταποκριθούμε επιτυχώς στις πραγματικές επιταγές αυτών των εννοιών. Η σκληρή ανακοίνωση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, λίγο μετά το τέλος της συνόδου του ΟΗΕ για το κλίμα, με την οποία εκφράζει την απογοήτευσή του για τα αποτελέσματα της διάσκεψης, καθώς, όπως είπε, χάσαμε ακόμη μία ευκαιρία, επιβεβαιώνει ότι, παρότι η κλιματική κρίση χρησιμοποιείται στις πολιτικές ομιλίες και δεσμεύσεις, έχουμε ακόμη να κάνουμε πολλά στην πράξη”, δήλωσε ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτης Φάμελλος, στην ομιλία του στο πλαίσιο του συνεδρίου που διοργανώνει το Πάντειο Πανεπιστήμιο, στις 16 και 17 Δεκεμβρίου, με θέμα “Η κοινωνιολογική προοπτική για μια κοινωνία της βιώσιμης ανάπτυξης”.

Η κλιματική κρίση μας φέρνει όλους αντιμέτωπους, το πολιτικό σύστημα, την επιστημονική κοινότητα, τους οικονομικούς παραγωγούς και την κοινωνία, με νέα δεδομένα. Αποτελεί ταυτόχρονα, μία από τις βασικές παραμέτρους που θα καθορίσει το μέλλον της παγκόσμιας κοινότητας και μία συνθήκη που διαλύει όλες μας τις βεβαιότητες, τόνισε στη συνέχεια. Η ανάγκη για βιώσιμη ανάπτυξη και η κλιματική κρίση, σε συνδυασμό με τα θέματα έλλειψης φυσικών πόρων, την προσφυγική κρίση, το δημογραφικό πρόβλημα, την 4η βιομηχανική επανάσταση, συνθέτουν το παζλ της επόμενης μέρας, για το οποίο, δυστυχώς, και η πολιτική και η επιστήμη δεν έχει διατυπώσει όλα τα σενάρια, έτσι ώστε να μπορέσουν να δοθούν και οι απαντήσεις.

Η ανάγκη μετάβασης του ενεργειακού και παραγωγικού μας συστήματος σε καθαρές μορφές ενέργειας είναι δεδομένη. Δεν είναι όμως δεδομένος ο δρόμος που θα μας οδηγήσει προς αυτήν την κατεύθυνση, και δεν έχει απαντηθεί πως αυτό θα γίνει χωρίς νέους αποκλεισμούς και ανισότητες. Η ενεργειακή μετάβαση προς μια κλιματικά ουδέτερη κοινωνία αποτελεί μία αμιγώς πολιτική απόφαση. Είναι ευθύνη της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας να εξασφαλίσει τη μετάβαση αυτή με περιβαλλοντικούς, οικονομικούς όρους και όρους κοινωνικής διακιοσύνης.

Σε αυτό το σημείο, μπορεί να γίνει διακριτή και εμφανής η ιδεολογική, αξιακή διαφορά μεταξύ των προοδευτικών και των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων. Όμως, οι ίδιες οι εξελίξεις πιέζουν για αλλαγές θέσεων. Παρακολουθούμε πχ. την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπή, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, να υιοθέτει τα συνθήματα των Πρασίνων και να θέτει πολύ υψηλούς στόχους μείωσης εκπομπών ρύπων για το 2050. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Η συντηρητική παράταξη θέλει αφενός να στηρίξει την μεγάλη επιχειρηματικότητα που θέλει να επενδύσει στον κλιματικό ανταγωνισμό και να παράξει νέα υπεραξία, στο πλαίσιο του μεγάλου κύκλου επενδύσεων που ανοίγει η μετάβαση αυτή. Έτσι, εξυπηρετεί την ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών της Κεντρικής Ευρώπης και αφετέρου, ανοίγει ένα πολιτικό παράθυρο επικοινωνίας με τη νεολαία και την κοινωνία που θέτει επιτακτικά το πρόβλημα της κλιματικής κρίσης. Η νεολαία όμως, δεν καλεί μόνο για τη μετάβαση αλλά, καλεί για μία μεγάλη αλλαγή στον τρόπο παραγωγής του οικονομικού μας συστήματος και στον τρόπο διανομής του παραγόμενου πλούτου, στην κατεύθυνση της δίκαιης για όλους μετάβασης, ώστε να μην μείνει κανείς πίσω, και στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το αίτημα και το ερώτημα που τίθεται πλέον, από τις κινητοποιήσεις της νεολαίας, αφορά το ίδιο το σύστημα.

Το αίτημα για την ενσωμάτωση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης στις κεντρικές πολιτικές επιλογές των Ευρωπαϊκών χωρών , έρχεται σε κόντρα με τις πολιτικές που ασκούνται, εδώ τουλάχιστον και μία δεκαετία στην Ευρώπη, λόγω της ιδεολογικής κυριαρχίας των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη που θεοποίησαν τον οικονομισμό και την ασκούμενη λιτότητα, η οποία έχει οξύνει τις υφιστάμενες ανισότητες.

Από τη άλλη, οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης (Σοσιαλιστές, Αριστερές δυνάμεις, Πράσινοι) θέτουν την αναγκαιότητα της αλλαγής του μείγματος άσκησης πολιτικής σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα οδηγήσει στη βιώσιμη ανάπτυξη στην πράξη, για όλους, χωρίς να μείνει κανένας πίσω. Ως μία επιπλέον ευκαιρία άμβλυνσης των υφιστάμενων ανισοτήτων, τόσο μεταξύ των χωρών του Βορρά-Νότου, όσο και εντός των κρατών-μελών. Τονίζουν ακόμη, ότι οι πιο υποβαθμισμένες περιοχές και τα εισοδηματικά ασθενέστερα στρώματα, θα βιώσουν εντονότερα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, άλλη μία πηγή ανισότητας.

Ο Σ.Φάμελλος στάθηκε ακόμη σε υφιστάμενες αντιθέσεις και συγκρούσεις πολιτικών της Ε.Ε., όπως την αντίθεση μεταξύ της πολιτικής περιβάλλοντος για τις προστατευόμενες περιοχές και την πολιτική Ενέργειας για την ανάπτυξη αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων, που κύρια εκφράζεται σε συγκρούσεις χρήσεων γης. Υπενθύμισε ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην ανάρτηση δασικών χαρτών στην Ελλάδα, τη χρηματοδότηση και εκπόνηση Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών για τις προστατευόμενες περιοχές και την έκδοση των αντίστοιχων Προεδρικών Διαταγμάτων, ώστε να είναι ξεκάθαρο το πλαίσιο των επενδύσεων ΑΠΕ.

Κλείνοντας έθεσε τα ουσιαστικά ερωτήματα σε σχέση με την επικείμενη μετάβαση στην Ελλάδα: “Η συζήτηση για τη βιώσιμη ανάπτυξη δεν γίνεται να μην ανοίγει μία παράλληλη συζήτηση για εναλλακτικά μοντέλα ανάπτυξης και παραγωγής και για την αναγκαιότητα διατήρησης εργαλείων πολιτικής για την πολιτεία. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν η πρώτη στην Ευρώπη που θεσμοθέτησε τις Ενεργειακές Κοινότητες, ένα εργαλείο που επιτρέπει την ενεργό εμπλοκή των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών στην παραγωγή καθαρής ενέργειας. Είναι ένα μοντέλο που πρέπει να στηριχτεί και από την παρούσα κυβέρνηση, η οποία περιορίζεται, δυστυχώς, στην ιδιωτικοποίηση των πάντων και στον τομέα της ενέργειας, δικτύων φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού και ενεργειακών εταιριών (ΔΕΠΑ, ΔΕΔΔΗΕ, ΑΔΜΗΕ, ΔΕΗ, ΕΛΠΕ). Η ενεργειακή μετάβαση της χώρας μας όμως δεν μπορεί να αφεθεί στην “όρεξη” ιδιωτικών μονοπωλίων, που λειτουργούν βάση του κέρδους και μάλιστα χωρίς κανέναν ανταγωνισμό. Σε αντίθεση, η πολιτεία οφείλει να έχει την ευθύνη εφαρμογής του Σχεδίου μετάβασης της χώρας μας και να στηρίξει εναλλακτικά μοντέλα, όπως οι Ενεργειακές Κοινότητες αλλά και η κοινωνική επιχειρηματικότητα στην κυκλική οικονομία, γιατί αυτό είναι που μάς ζητάει η νεολαία : Ριζικές αλλαγές στην παραγωγή και διανομή του πλούτου, άμβλυνση και όχι η δημιουργία νέων ανισοτήτων. Η κλιματική κρίση αμφισβητεί και το σύστημα παραγωγής και την ίδια την επιβίωση του ανθρώπου και της φύσης. Και για το λόγο αυτό απαιτείται μια ουσιαστική και ανατρεπτική μεταρρύθμιση σε όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας”.