Σ. Φάμελλος στο Πρώτο Πρόγραμμα: “Μεγάλη ανησυχία στη Θεσσαλονίκη και από την ιδιωτικοποίηση του Μετρό”

«Μεγάλη ανησυχία προκάλεσαν στους Θεσσαλονικείς οι χθεσινές ανακοινώσεις για το μετρό Θεσσαλονίκης, καθώς προστέθηκαν στο ήδη υφιστάμενο πρόβλημα καθυστέρησης λειτουργίας του μετρό, κατά τρία χρόνια, του οποίου η έναρξη λειτουργίας μετατέθηκε χρονικά από το 2020 στο 2023 και στην πρόθεση της κυβέρνησης για την απαράδεκτη απόσπαση των αρχαίων της Βενιζέλου. Η πόλη δέχτηκε άλλη μία μαχαιριά επειδή​, η κυβέρνηση αποφάσισε εντελώς αυθαίρετα και την ιδιωτικοποίηση του Μετρό. Θυμίζω ότι κόντρα στην επιστήμη και την Ιστορία της Θεσσαλονίκης, η πρόθεση και ο προγραμματισμός της κυβέρνησης είναι να κατακερματίσει τα αρχαία στο σταθμό Βενιζέλου. Αρχαιολόγοι και διεθνούς φήμης Βυζαντινολόγοι δε συμφωνούν με την απόσπαση των αρχαίων ευρημάτων. Αντιθέτως, πιστεύουν ότι θα καταστρέψουμε κάτι μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία, τη Βυζαντινή Πομπηία. Προσωπικά πιστεύω βέβαια, ότι η απόσπαση των αρχαίων θα ακυρωθεί στο ΣτΕ που θα προστατεύσει κατά τα ειωθότα την αρχαιολογική κληρονομιά.  Όμως επιπλέον όλων αυτών, χθες, μετά από τόσα χρόνια εργασίες, τόσα προβλήματα και τόσους δημόσιους πόρους και χρηματοδοτήσεις μάθαμε ακόμη ότι η κυβέρνηση της ΝΔ επιδιώκει και την ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του μετρό Θεσσαλονίκης, εις βάρος της πόλης και πολιτών της», δήλωσε ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στη Β΄ Θεσσαλονίκης, Σωκράτης Φάμελλος, σε συνέντευξη που παραχώρησε σήμερα στο «Πρώτο Πρόγραμμα» της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, και τους δημοσιογράφους Ανδρέα Παπασταματίου και Στεφανία Χαρίτου.

Στάθηκε στη συνέχεια, στην ιδεοληπτική εμμονή της Νέας Δημοκρατίας όπου, αρνείται να λάβει υπόψη τα συμπεράσματα της κρίσης λόγω κορονοϊού στη χάραξη κυβερνητικής πολιτικής. Ενώ έχει γίνει αποδεκτό, σε παγκόσμιο επίπεδο ότι, ειδικά μετά την πανδημία, χρειαζόμαστε έναν ισχυρό δημόσιο τομέα που θα στηρίζει την κοινωνία και την οικονομία, η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει να προωθεί ιδιωτικοποιήσεις, όπως αυτή του Μετρό Θεσσαλονίκης αλλά και ειδικά στην ενέργεια. Αναφέρθηκε στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ, όπου η κυβέρνηση επανάφερε με δικό της νόμο την υποχρέωση πώλησης ολόκληρου του ποσοστού του δημοσίου στα δίκτυα φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ Υποδομών), ενώ η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε πετύχει, με σκληρή διαπραγμάτευση να διατηρήσει υπό δημόσιο έλεγχο με πενήντα ένα τοις εκατό (51%) στο δημόσιο. Επιλέγει μάλιστα, όπως τόνισε ο Σ.Φάμελλος, να εκχωρεί όλο το ποσοστό σε έναν ιδιώτη, έναν ιδιοκτήτη, ο οποίος θα αποφασίζει σε ποιες περιοχές της Ελλάδας θα επεκταθεί το δίκτυο και άρα η χρήση φυσικού αερίου, με βάση το δικό του κέρδος. Ανέφερε ότι την ίδια συνταγή εφαρμόζει και στον Ανεξάρτητο Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) όπου θεσμοθέτησε, στον πρόσφατο αντιπεριβαλλοντικό νόμο, τη δυνατότητα μείωσης που ποσοστού του δημοσίου, μία απαίτηση του Δευτέρου Μνημονίου, ενώ η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να κρατήσει πλειοψηφική συμμετοχή και έλεγχο για το δημόσιο (51%).

Ο Σ.Φάμελλος κλήθηκε στη συνέχεια να σχολιάσει τις παλινωδίες της κυβέρνησης στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και τις πρόσφατες εξελίξεις στον Έβρο. «Απαιτείται περισσότερη σοβαρότητα και συνέπεια από την κυβέρνηση. Πρέπει να απαντήσει αν πράγματι υπήρξε ή όχι κανένα σοβαρό πρόβλημα στον Έβρο, όπως είπε και αντέκρουσε ο ίδιος ο κύριος Μητσοτάκης στη χθεσινή τηλεοπτική του συνέντευξη, όπως είπε και ο κ Δενδιας ή όπως ισχυρίζεται η ΝΔ πρόκειται απλά για fake news του ΣΥΡΙΖΑ. Και τότε πώς δικαιολογείται το Διάβημα προς την Τουρκία λόγω των εξελίξεων στον Έβρο και των κινήσεων Τούρκων ένστολων; Βέβαια, ο κύριος Μητσοτάκης, στη συνέντευξή του, παραδέχτηκε ότι υπήρξε κινητικότητα τουρκικών στρατευμάτων στον Έβρο και υποστήριξε τελικά ότι το Διάβημα έγινε για να μην υπάρξει ένταση στη συνέχεια. Χρειάζεται περισσότερη σοβαρότητα από τη ΝΔ, η οποία επέλεξε προεκλογικά μία τακτική λαϊκισμού με τη Συμφωνία των Πρεσπών και πλέον, ως κυβέρνηση, παραδέχτηκε ότι είναι μία επωφελής για την Ελλάδα συμφωνία και καλώς, στήριξε την ένταξη της Βόρειας Μακεδονία στο ΝΑΤΟ και την έναρξη της διαδικασίας ένταξής της στην Ε.Ε.».