«Στην Ελλάδα, δυστυχώς, η επόμενη ημέρα της πανδημίας μας βρίσκει με ένα δήθεν εκσυγχρονιστικό αλλά εξόχως αντι-περιβαλλοντικό νόμο, όπως χαρακτηρίστηκε από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, μέλη της επιστημονικής κοινότητας, και τους χιλιάδες πολίτες που, παρά τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και των συναθροίσεων, διαμαρτυρήθηκαν έξω από τη Βουλή. Όσο και αν το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο αρμόδιος Υπουργός και το επικοινωνιακό τους επιτελείο “βάζουν τα δυνατά” τους για να πείσουν την κοινωνία ότι ο κύριος Μητσοτάκης είναι ο πιο “πράσινος” Πρωθυπουργός, η κοινωνία, καθώς και σύσσωμη η Αντιπολίτευση στάθηκαν απέναντι στο περιβαλλοντικό έγκλημα της ΝΔ.
Η επικοινωνία, όμως, δεν μπορεί να κρύψει ότι η ΝΔ θεωρεί το περιβάλλον εμπόδιο στα σχέδιά της και ότι ο το νόμος Χατζηδάκη επιφέρει καίριο πλήγμα στους περιβαλλοντικούς θεσμούς, στην ασφάλεια δικαίου για τους πολίτες και τους επενδυτές και στη δημόσια περιουσία και, συνεπώς, στο μέλλον της Ελλάδας την επόμενη μέρα της πανδημίας», σημειώνει στο άρθρο του ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτης Φάμελλος.
Αναφέρεται ακόμη στις σημαντικές μεταρρυθμίσεις και τομές της κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός πλαισίου ασφάλειας δικαίου, με την παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος στην Ελλάδα, και την ανάληψη του πολιτικού κόστους μεταρρυθμίσεων που δεν είχε τολμήσει να ολοκληρώσει καμία κυβέρνηση εδώ και δεκαετίες, τις οποίες τώρα η κυβέρνηση της ΝΔ αμφισβητεί και επιχειρεί την απορρύθμισή τους.
Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε, επέστρεψε στις ίδιες πολιτικές που οδήγησαν τη χώρα μας στην κρίση, με τις γνωστές επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα γιατί η ΝΔ, ως να μη διδάχτηκε τίποτα από τους λόγους που μας οδήγησαν στην κρίση, επιλέγει να αναπαραγάγει τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Εύλογα επίσης, κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί πώς γίνεται η πολιτική παράταξη που, θεωρητικά τουλάχιστον ομνύει στον φιλελευθερισμό και στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού, αποδεικνύεται τελικά υπέρμαχος του, στην καλύτερη περίπτωση, άναρχου και, στη χειρότερη περίπτωση, κρατικοδίαιτου καπιταλισμού, με όρους μπανανίας».
Ειδική αναφορά κάνει στην ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που απέδειξε ότι μία Αριστερή κυβέρνηση μπορεί να διεκδικήσει και να κερδίσει ακόμη και στο ασφυκτικό πλαίσιο των Μνημονίων. Κλείνοντας τονίζει ότι: «Η ελληνική κοινωνία οφείλει να διεκδικήσει με κάθε δημοκρατικό τρόπο το ρόλο που της αντιστοιχεί στο νέο κλιματικό ανταγωνισμό και μπροστά σε ένα βιώσιμο μέλλον. Οι κοινές ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας δεν περιλαμβάνουν την επιλογή ανάπτυξη με κάθε κόστος λόγω της επερχόμενης κρίσης. Ας έχει το κράτος για μία φορά συνέχεια, και ας μην οπισθοδρομήσει στο παρελθόν και στις πολιτικές που οδήγησαν στην κατάρρευση των επενδύσεων, της οικονομίας και της κοινωνίας».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο:
Η επόμενη ημέρα στην ενέργεια δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι ίδια
Η πανδημία του κορονοϊού και η επερχόμενη κρίση στην οικονομία και την απασχόληση θέτουν θεμελιακά ερωτήματα για την επόμενη μέρα της παγκόσμιας κοινωνίας και οικονομίας.
Η μάχη για τη ζωή τοποθέτησε στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα που είχαν λοιδορηθεί τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, λόγω της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού και των ιδιωτικοποιήσεων ως υπερ-εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής. Αμφισβητείται πλέον το κυρίαρχο αφήγημα λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας, που είχε επικρατήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την τελευταία δεκαετία. Καθίσταται αδήριτη η ανάγκη ενός ισχυρού ρόλου για το κράτος και το δημόσιο τομέα, τόσο στην άσκηση πολιτικών και ελέγχου/παρέμβασης στο «ανάπηρο» πλέον αόρατο χέρι της αγοράς, όσο και στη βιώσιμη ανάπτυξη, με απόλυτη προτεραιότητα την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Στην προτεραιότητα της κλιματικής ουδετερότητας και της δίκαιης μετάβασης, έρχονται να προστεθούν: η υγειονομική κάλυψη, η βιωσιμότητα της εργασίας και της οικονομίας, η κοινωνική συνοχή και η διασφάλιση πρόσβασης όλων στα βασικά αγαθά για την αξιοπρεπή διαβίωση, αλλά και η διατήρηση της βιοποικιλότητας και η προστασία ευαίσθητων οικοσυστημάτων. Η πολιτεία οφείλει να επαναπροσδιορίσει τους σχεδιασμούς της, στη νέα αυτή βάση, καθώς και να συντελέσει σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη της οικονομίας, μέσω δημόσιων και βιώσιμων επενδύσεων, αλλά και θεσμών που διασφαλίζουν την περιβαλλοντική προστασία και την ασφάλεια δικαίου για όλους, πολίτες και επενδυτές.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, η επόμενη ημέρα της πανδημίας μάς βρίσκει με ένα δήθεν εκσυγχρονιστικό αλλά εξόχως αντι-περιβαλλοντικό νόμο, όπως χαρακτηρίστηκε από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, μέλη της επιστημονικής κοινότητας, και τους χιλιάδες πολίτες που, παρά τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και των συναθροίσεων, διαμαρτυρήθηκαν έξω από τη Βουλή. Όσο και αν το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο αρμόδιος Υπουργός και το επικοινωνιακό τους επιτελείο “βάζουν τα δυνατά” τους για να πείσουν την κοινωνία ότι ο κύριος Μητσοτάκης είναι ο πιο “πράσινος” Πρωθυπουργός, η κοινωνία, καθώς και σύσσωμη η Αντιπολίτευση στάθηκαν απέναντι στο περιβαλλοντικό έγκλημα της ΝΔ.
Η επικοινωνία, όμως, δεν μπορεί να κρύψει ότι η ΝΔ θεωρεί το περιβάλλον εμπόδιο στα σχέδιά της και ότι ο το νόμος Χατζηδάκη επιφέρει καίριο πλήγμα στους περιβαλλοντικούς θεσμούς, στην ασφάλεια δικαίου για τους πολίτες και τους επενδυτές και στη δημόσια περιουσία και, συνεπώς, στο μέλλον της Ελλάδας την επόμενη μέρα της πανδημίας.
Μεταρρύθμιση και όχι απορρύθμιση
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις και τομές στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός πλαισίου ασφάλειας δικαίου, με την παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος στην Ελλάδα, και ανέλαβε το πολιτικό κόστος μεταρρυθμίσεων που δεν είχε τολμήσει να ολοκληρώσει καμία κυβέρνηση εδώ και δεκαετίες. Από το κτηματολόγιο και τους δασικούς χάρτες, που τώρα ακυρώνει η Νέα Δημοκρατία, θίγοντας ακόμη και τους κυρωμένους δασικούς χάρτες, τα Περιφερειακά Χωροταξικά πλαίσια, τη διασφάλιση χρηματοδότησης για την εκπόνηση Τοπικών Χωρικών Σχεδίων από τους Δήμους, την εκπόνηση Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών και Προεδρικών Διαταγμάτων για τις περιοχές Natura 2000, την εκκίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης του Ειδικού Χωροταξικού για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), κάτι ακόμη που έχει παγώσει δυστυχώς σήμερα και θα εντείνει, δυστυχώς, τις αντιδράσεις της κοινωνίας στην Ανάπτυξη των ΑΠΕ.
Όλες οι παραπάνω πρωτοβουλίες απαντούσαν στο βασικό ερώτημα των επενδυτών που ενδιαφέρονται να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα, οι οποίοι χρειάζονται ένα ασφαλές πλαίσιο με συγκεκριμένους κανόνες και τη διασφάλιση ισότιμης μεταχείρισης και όχι την εξυπηρέτηση κάποιων ημετέρων-κολλητών, με μοναδικό τους προσόν τις δημόσιες σχέσεις με στελέχη της εκάστοτε κυβέρνησης.
Κυβέρνηση ΝΔ ή αλλιώς εκσυγχρονισμός διά της απορρύθμισης
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε, επέστρεψε στις ίδιες πολιτικές που οδήγησαν τη χώρα μας στην κρίση, με τις γνωστές επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα γιατί η ΝΔ, ως να μη διδάχτηκε τίποτα από τους λόγους που μας οδήγησαν στην κρίση, επιλέγει να αναπαραγάγει τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Εύλογα επίσης, κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί πώς γίνεται η πολιτική παράταξη που, θεωρητικά τουλάχιστον ομνύει στον φιλελευθερισμό και στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού, αποδεικνύεται τελικά υπέρμαχος του, στην καλύτερη περίπτωση, άναρχου και, στη χειρότερη περίπτωση, κρατικοδίαιτου καπιταλισμού, με όρους μπανανίας.
Περιβαλλοντικό έγκλημα ή αλλιώς εκσυγχρονισμός της περιβαλλοντικής νομοθεσίας αλά ΝΔ
Ο πρόσφατα ψηφισθείς νόμος της κυβέρνησης επικυρώνει όλα τα παραπάνω, ξηλώνει οποιαδήποτε μεταρρύθμιση έγινε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και θέτει σε αμφισβήτηση το κράτος δικαίου και την πορεία προς μια ευρωπαϊκή κανονικότητα, σε απόλυτη αντίθεση με τις απαιτήσεις της επόμενης μέρας μετά τον κορονοϊό. Είναι προφανές ότι ούτε οι επενδύσεις θα ξεκολλήσουν, ούτε οι σοβαροί επενδυτές θα έρθουν στην Ελλάδα, όταν διαπιστώνουν ότι οι «δουλειές γίνονται» με “χατίρια” και φωτογραφικές διατάξεις. Ο, μόνο κατ’ όνομα, εκσυγχρονισμός της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από τον κύριο Χατζηδάκη υποβαθμίζει την περιβαλλοντική αδειοδότηση, εισάγοντας πολιτικό πρόσημο στην διαδικασία, υποβαθμίζει τη στελέχωση, τις λειτουργίες και τις γνωμοδοτήσεις των περιβαλλοντικών υπηρεσιών, αλλά και τη διαβούλευση, χωρίς να ενισχύει τον περιβαλλοντικό έλεγχο, επιτρέπει εκ των προτέρων οχλούσες δραστηριότητες σε Περιοχές Προστασίας, απλοποιεί μόνο την αρχική φάση αδειοδότησης των ΑΠΕ, οδηγώντας μάλιστα σε μία λανθασμένη εικόνα για τα πραγματικά δεδομένα επενδύσεων στον τομέα, καθώς ακόμη και ιδιαιτέρως ανώριμα έργα θα ενσωματώνονται στο χάρτη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας χωρίς όμως πολλά από αυτά να προχωρήσουν στο μέλλον. Πιθανά αποτελέσματα της συγκεκριμένης, πρόχειρης νομοθέτησης θα είναι συγκρούσεις μεταξύ επενδυτών στις ΑΠΕ, δικαστικές διαμάχες, προσφυγές και αναμονή Αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά έργων, επέκταση της αντίδρασης των τοπικών κοινωνιών και ο πολλαπλασιασμός της αναξιοπιστίας. Στο κάδρο προστίθενται φωτογραφικές εξυπηρετήσεις στην της Ελληνικός Χρυσός για τη διευκόλυνση της εξόρυξης συμπυκνωμάτων και όχι καθαρού χρυσού όπως όφειλε η εταιρεία, της Lamda Development ώστε να αποφύγει υποχρεώσεις που απορρέουν από το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης στο Ελληνικό, και δυστυχώς άλλα πολλά.
Ενεργειακή πολιτική εκτός Μνημονίου;
Ο ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε να κυβερνήσει την Ελλάδα μέσα στη χρεωκοπία και αναγκάστηκε να ολοκληρώσει Μνημονιακές υποχρεώσεις. Παρότι το πλαίσιο κινήσεων ήταν ασφυκτικό, ειδικά στον τομέα της ενέργειας, με σκληρή διαπραγμάτευση, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και οι δύο αρμόδιοι Υπουργοί ΠΕΝ, Πάνος Σκουρλέτης και Γιώργος Σταθάκης, κατάφεραν να αποδείξουν ότι μία Αριστερή κυβέρνηση μπορεί να διεκδικήσει και να κερδίσει ακόμη και σε αυτές τις συνθήκες. Αποδείξαμε λοιπόν, ότι γίνεται και αλλιώς με τις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση της αγοράς στην ενέργεια. Στο πρώτο σκέλος, όσον αφορά στον ΔΕΣΦΑ, επανασχεδιάσαμε έναν διαγωνισμό που είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, με ευρωπαϊκούς κανόνες -που δεν είχε μέχρι τότε-, κάτι που οδήγησε στην προσέλκυση των μεγαλύτερων Διαχειριστών Δικτύων ενέργειας στην Ευρώπη, αυξάνοντας μάλιστα το τίμημα κατά 150 εκατ. ευρώ. Στην περίπτωση του ΑΔΜΗΕ, πετύχαμε αλλαγή της καταστροφικής υποχρέωσης πώλησης του 66% και να διατηρήσουμε το Διαχειριστή του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς υπό δημόσιο έλεγχο (51%).
Και ενώ κάθε χρόνο που περνάει δικαιώνεται ξεκάθαρα η επιλογή μας να διατηρήσουμε τον ΑΔΜΗΕ υπό δημόσιο έλεγχο, με την είσοδο της State Grid, ως στρατηγικού επενδυτή, με τη διαρκή αύξηση εσόδων, ρεκόρ επενδύσεων, ολοκλήρωση διασυνδέσεων νησιών, υλοποίηση ιδιαιτέρως σύνθετων τεχνικά έργων, νέες θυγατρικές GridTelecom και Αριάδνη Interconnection, η Νέα Δημοκρατία επαναφέρει τις Μνημονιακές υποχρεώσεις, με διάταξη που «χώρεσε» στον αντι-περιβαλλοντικό νόμο, όπου δίνεται η δυνατότητα πώλησης μεριδίου του δημοσίου, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι τα Μνημόνια αποτελούν τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής και προγραμματικής της θέσης.
Με αυτό τον τρόπο, η Νέα Δημοκρατία θέτει σε κίνδυνο τη μετάβαση της Ελλάδας στην κλιματική ουδετερότητα, μεγαλώνει τον κίνδυνο αύξησης της ενεργειακής φτώχειας, ενός φαινομένου της κρίσης, και αντιτίθεται στο δημόσιο συμφέρον. Την δια γραμμή ακολουθεί το ΥΠΕΝ και στον Διαχειριστή της Διανομής των δικτύων Ηλεκτρισμού (ΔΕΔΔΗΕ), δίνοντας τα δίκτυα διανομής, που έχουν κεντρικό ρόλο στην υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου για το Κλίμα και το έργο των έξυπνων μετρητών, σε ιδιώτες με σταθερό έσοδο, χωρίς κανένα ρίσκο από τη μεριά τους και με τιμές «διάλυσης» λόγω κορονοϊού. Το ίδιο εφαρμόζει και στα Δίκτυα φυσικού αερίου με την ανατροπή της επιτυχίας της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για την παραμονή του δημοσίου με πλειοψηφικό ποσοστό (51%), στα πρότυπα του ΑΔΜΗΕ δηλαδή, με πώληση ολόκληρου του ποσοστού του δημοσίου στα δίκτυα, ενώ παράλληλα προωθεί και το φυσικό αέριο για την κάλυψη των θερμικών αναγκών των λιγνιτικών περιοχών.
Η «φιλελεύθερη» Νέα Δημοκρατία δίνει σε έναν ιδιώτη, ένα μονοπώλιο, όλα τα δίκτυα φυσικού αερίου της Ελλάδας, μία επένδυση και πάλι χωρίς ρίσκο, θέτοντας όμως σε σοβαρό κίνδυνο την επέκταση χρήσης του φυσικού αερίου στη χώρα (αεριοποίηση). Ελπίζουμε η κρίση του κορονοϊού να «παγώσει» το σχέδιο ξεπουλήματος της ΔΕΠΑ Υποδομών και η επόμενη προοδευτική κυβέρνηση της χώρας να ακυρώσει αυτήν την επιζήμια για το εθνικό συμφέρον επιλογή.
Τελικά ο πιο “πράσινος” πρωθυπουργός ακολουθεί τις πιο αναχρονιστικές περιβαλλοντοκτόνες πολιτικές.
Η ελληνική κοινωνία οφείλει να διεκδικήσει με κάθε δημοκρατικό τρόπο το ρόλο που της αντιστοιχεί στο νέο κλιματικό ανταγωνισμό και μπροστά σε ένα βιώσιμο μέλλον. Οι κοινές ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας δεν περιλαμβάνουν την επιλογή ανάπτυξη με κάθε κόστος λόγω της επερχόμενης κρίσης. Ας έχει το κράτος για μία φορά συνέχεια, και ας μην οπισθοδρομήσει στο παρελθόν και στις πολιτικές που οδήγησαν στην κατάρρευση των επενδύσεων, της οικονομίας και της κοινωνίας.
Δείτε το άρθρο δημοσιευμένο εδώ