Άρθρο Σωκράτη Φάμελλου στο Myportal στο πλαίσιο της ΔΕΘ

Ο πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης θα έρθει στη Θεσσαλονίκη για να παρουσιάσει το αναπτυξιακό του αφήγημα και να αποδείξει ότι οι προεκλογικές του δεσμεύσεις μπορούν να γίνουν πράξη. Ποιες είναι όμως οι δυνατότητες ανάπτυξης σήμερα στην Ελλάδα;

Η ελληνική οικονομία κινείται σε ένα μεταμνημονιακό πλαίσιο και έχει σημαντικά θετικές επιδόσεις, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σε αντίθεση με το 2015, η χώρα μας έχει ξεφύγει από το μνημονιακό ασφυκτικό πλαίσιο, έχει σταθερά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και απασχόλησης και χαμηλό κόστος δανεισμού. Είναι προφανές ότι δεν έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας αλλά, η γεωπολιτική θέση της χώρας έχει αναβαθμιστεί σημαντικά και αποτελεί πλέον, διακομιστικό κόμβο ενέργειας, μεταφορών και εμπορίου για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα είναι αδιαμφισβήτητα  πλέον, ένας ασφαλής επενδυτικός προορισμός.

Σε αυτό το σημείο προκύπτει η πρώτη αντίφαση: Ο κος Μητσοτάκης, με στόχο να πετύχει την εκλογή του στην θέση του Πρωθυπουργού, αμφισβήτησε τις επιτυχίες της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α., τις οποίες όμως τώρα έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί. Οι τοποθετήσεις του κου Σταϊκούρα για την ασφαλή δημοσιονομική πορεία της οικονομίας, χωρίς προγράμματα στήριξης, επιβεβαιώνουν την πραγματικότητα και διαψεύδουν κατηγορηματικά το προεκλογικό αφήγημα της ΝΔ.

Κρίσιμοι ακόμη παράγοντες ώθησης της ανάπτυξης, είναι η δημιουργία κράτους δικαίου, εργαλείων επιχειρηματικότητας, ψηφιακών υποδομών, η ισοτιμία σε άδειες και δάνεια και η ελαχιστοποίηση της γραφειοκρατίας. Με λίγα λόγια η δημιουργία ενός “ευρωπαϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος”. Σε αυτόν τον τομέα υλοποιήθηκαν μεγάλες μεταρρυθμίσεις την περίοδο 2015-2019: Δασικοί χάρτες, Κτηματολόγιο, Αναπτυξιακός νόμος, Διαφάνεια και ελεγκτικοί μηχανισμοί για τη διαφθορά και το περιβαλλοντικό έγκλημα, άμεση ίδρυση και αδειοδότηση επιχειρήσεων, Περιφερειακά χωροταξικά σχέδια και κανόνες για τις χρήσεις γης.

Ποιο είναι όμως το μήνυμα που στέλνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη σε σχέση με τις προοπτικές επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα όταν, τοποθετεί τον διοικητή της ΕΥΠ χωρίς πτυχίο, καταργεί τις προσλήψεις κτηνιάτρων μέσω ΑΣΕΠ, κομματικοποιεί τους θεσμούς ελέγχου της διαφθοράς και προσλαμβάνει εκατοντάδες μετακλητούς χωρίς πτυχία και μάλιστα με αμοιβές διευθυντή; Αυτή είναι η αριστεία; Οι τροπολογίες της τελευταίας στιγμής, η προτροπή σε φοροδιαφυγή μετά το φιάσκο της Σαμοθράκης, κλπ.; Εδώ εντοπίζεται και η δεύτερη αντίφαση της κυβέρνησης.

Η επίτευξη μακροπρόθεσμης και βιώσιμης ανάπτυξης απαιτεί σχεδιασμό και συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, μετά την έξοδο από το Μνημόνιο, συνέταξε ένα σαφές και συνεκτικό σχέδιο ανάπτυξης, συμβατό με τους στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ και τη συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή. Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, περιλαμβάνει επενδύσεις σε ΑΠΕ, εξοικονόμηση ενέργειας και ηλεκτροκίνηση που φτάνουν τα 34 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα η Στρατηγική μας για την Κυκλική Οικονομία, δημιουργεί μια νέα μορφή επιχειρηματικότητας που αποδίδει νέους πόρους και ανταγωνιστικότητα σε διεθνές επίπεδο.

Όμως παρότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ιδιαίτερα εύγλωττη στα θέματα της επιχειρηματικότητας, ακόμη δεν έχει καταθέσει μία συγκεκριμένη πρόταση για την αναπτυξιακή κατεύθυνση της χώρας. Τα οικονομικά και φορολογικά μέτρα που έχει προαναγγείλει είναι οριζόντια, δεν διαθέτουν δηλαδή κλαδική εξειδίκευση και επιπλέον έχουν πρόωρα ξεφουσκώσει, περιοριζόμενα στη μείωση του ΕΝΦΙΑ για την πολύ μεγάλη ιδιοκτησία ή στη μείωση του αφορολόγητου. Αυτή είναι η τρίτη και μεγαλύτερη αντίφαση που καλείται να αντιμετωπίσει η σημερινή κυβέρνηση.

Η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα ή η επιστροφή στην φούσκα του real estate ή της οικοδομής, προφανώς δεν αποτελεί αναπτυξιακή πρόταση. Η πρόσφατη αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας κατά 12% για όλους τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες δημιουργεί νέα ερωτήματα για τη σχέση της κυβέρνησης με την μεσαία τάξη.

Παρότι, τα παραπάνω ζητήματα, είτε δεν τέθηκαν με ένταση την προεκλογική περίοδο είτε καλύφθηκαν από την πλημμυρίδα της επικοινωνιακής προπαγάνδας, επί της ουσίας αποτελούν τις πραγματικές αντιφάσεις στις οποίες η Ελλάδα πρέπει να απαντήσει αν θέλει να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ανάπτυξη. Και την απάντηση στις αντιφάσεις αυτές δεν θα τη δώσει η πολιτική, αλλά η οικονομία και η κοινωνία.