Άρθρο Σωκράτη Φάμελλου στο voria.gr: Τελικά η Αριστερά ενδιαφέρεται για την πραγματική οικονομία;, 12-05-2015

Διαχρονικά, αλλά ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, αναπτύσσεται μια συζήτηση για τον προσανατολισμό των αριστερών και των συντηρητικών κομμάτων σε σχέση με την ψευδή αντίθεση «δημόσιος τομέας ή ιδιωτική οικονομία». Έτσι διαμορφώνονται δυστυχώς στερεότυπα, που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα, όπως ότι η νέα κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ ασχολούνται μόνο με τους Δημόσιους υπαλλήλους, ότι οι αριστερές πολιτικές διογκώνουν το κράτος, ότι τα δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα στοχεύουν στην εξυπηρέτηση της ιδιωτικής οικονομίας και της αγοράς, κλπ.

Η λειτουργία των πρώτων 100 ημερών της νέας κυβέρνησης, αλλά και τα 40 χρόνια δεξιών, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κυβερνήσεων, μας δίνει τη δυνατότητα να διευκρινίσουμε ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν μια αντιστροφή της πραγματικότητας. Με μοναδικό στόχο να κρυφτεί η αλήθεια, δηλαδή ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιήσουν το κράτος τόσα χρόνια ως λάφυρο και σε καμία περίπτωση δεν στόχευαν στην εξυπηρέτηση της αγοράς, της οικονομίας και του επαγγελματία. Η απόδειξη είναι μπροστά στα μάτια μας καθημερινά : Πού κατάντησαν την Ελλάδα και την οικονομία της μόλις 10 χρόνια μετά τη χρυσή εποχή (της φούσκας) των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ειδικότερα :

  • Πράγματι η νέα κυβέρνηση, εν μέσω σκληρής διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, έχει ως προτεραιότητα την πληρωμή μισθών και συντάξεων. Θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Όχι, γιατί η Πολιτεία οφείλει να είναι συνεπής με την εργασία αλλά και γιατί η μη πληρωμή τους θα μεγάλωνε τον φόβο, θα εξέπεμπε μηνύματα χρεοκοπίας σε όλο το φάσμα της οικονομίας μειώνοντας την κατανάλωση στην αγορά κι επηρεάζοντας αρνητικά αυτό που ονομάζεται «πραγματική οικονομία».
  • Η «πραγματική οικονομία» στερείται όντως ρευστότητας. Αυτό όμως είναι αποτέλεσμα των επί πέντε χρόνια υφεσιακών – μνημονιακών πολιτικών που στράγγιζαν την αγορά από ρευστό, παρά το γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα την ίδια ώρα ενισχύθηκε τόσο από την ανακεφαλαιοποίηση όσο και μέσω της ρευστότητας που παρείχαν άλλοι οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Και βέβαια είναι και αποτέλεσμα και της προπαγάνδας κομμάτων της αντιπολίτευσης και κάποιων ΜΜΕ για την αρνητική κατάσταση της χώρας, προπαγάνδα που πολλαπλασιάζει την ανασφάλεια.
  • Η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας τη στιγμή αυτήν εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ. Γιατί όμως; Πολύ απλά γιατί αφού κατασπαταλήθηκαν οι ευρωπαϊκοί και οι εθνικοί πόροι αλλά και οι φυσικοί από κρατικοδίατους «κουμπάρους» και εθνικούς εργολάβους, το δίδυμο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ επέλεξε την υφεσιακή πολιτική για να καταλήξει στο ξεπούλημα και των ασημικών της χώρας, δηλαδή της περιουσίας όλων μας.
  • Σε ό,τι αφορά στο τρέχον ΕΣΠΑ, παρατηρείται καθυστέρηση στις πληρωμές, γιατί λείπει η Εθνική Συμμετοχή. Και αυτό συμβαίνει γιατί η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου φεύγοντας άφησε άδεια ταμεία και συμφώνησε με τους δανειστές να εισέλθουμε σε οικονομική ασφυξία. Αυτό θα λυθεί μόλις επιτευχθεί η συμφωνία με τους εταίρους με όρους δημοκρατίας και δικαιοσύνης.
  • Το νέο ΕΣΠΑ δεν έχει ακόμη ξεκινήσει. Αυτό δεν οφείλεται στους χειρισμούς της νέας κυβέρνησης: οι νέοι κανονισμοί εγκρίθηκαν με αρκετή καθυστέρηση από την ΕΕ και αυτό είχε ως αποτέλεσμα αντίστοιχη καθυστέρηση στην έγκριση των προγραμμάτων. Ήδη ετοιμάζονται οι εξειδικεύσεις όλων των τομεακών και περιφερειακών προγραμμάτων, έτσι ώστε να έχουμε τις πρώτες προσκλήσεις το συντομότερο.

Αυτό που επιδιώκει πρωτίστως η κυβέρνηση είναι, μέσω της διαπραγμάτευσης, να περάσουμε από τις υφεσιακές πολιτικές -που αποτέλεσαν αδιαμφισβήτητα τη λάθος συνταγή- σε πολιτικές ανάπτυξης οι οποίες και θα οδηγήσουν στην αύξηση της ρευστότητας κι εντέλει στην αλλαγή του κλίματος στο σύνολο της οικονομίας.

Η στόχευση αυτή περιλαμβάνει σειρά πραγματικών μεταρρυθμίσεων τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα – με αμιγώς πολιτικούς και σε καμία περίπτωση πελατειακούς όρους. Έχουμε ανάγκη ένα κράτος που δε θα στρεβλώνει, όπως μέχρι σήμερα, την ιδιωτική οικονομία: η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα των τελευταίων δεκαετιών  επιβάλλεται να αποτελέσει παρελθόν. Σημαντικό μέλημα της κυβέρνησης, εξάλλου, είναι και η αύξηση -κατά το δυνατόν- του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, δεδομένου ότι οι δημόσιες επενδύσεις αποτελούν τον μεγαλύτερο πολλαπλασιαστή της οικονομίας. Κι εδώ θα απαιτηθεί ανατροπή των μέχρι σήμερα πολιτικών του μνημονίου, που σχεδόν εξαφάνισαν το ΠΔΕ.

Οι «πάγιες υποχρεώσεις του Δημοσίου» λοιπόν και η «πραγματική οικονομία» δεν είναι ανεξάρτητες παράμετροι, είναι συγκοινωνούντα δοχεία και ως άθροισμα δίνουν την πραγματική εικόνα του συνόλου της οικονομίας. Η πληρωμή μισθών και συντάξεων δεν αποτελεί βαρίδιο, αλλά στην πραγματικότητα ένα μικρό παράθυρο ρευστότητας. Εντέλει, δημόσιος και ιδιωτικός τομέας οδηγούν στην ανάπτυξη μόνο αν συνδυάζονται.

Για τον λόγο αυτό στον πρώτο Νόμο για τη Δημόσια Διοίκηση αυτής της κυβέρνησης πρωτεύοντα ρόλο είχαν η αποδοτικότητα και λειτουργικότητα της Διοίκησης. Εργαλεία, όπως η ηλεκτρονική μεταφορά εγγράφων μέσα στις υπηρεσίες, η υποχρέωση ηλεκτρονικής απάντησης από τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, η δημιουργία ψηφιακής καρτέλας πολίτη και επιχειρηματία, κ.α., βασικό στόχο έχουν να απεξαρτήσουν τον πολίτη και τον επαγγελματία από τις πελατειακές σχέσεις και να βελτιώσουν την εξυπηρέτησή τους από το Δημόσιο. Έτσι, και η οικονομία θα ωφεληθεί και η αξιοπιστία στη σχέση Δημόσιου – Ιδιωτικού θα επανέλθει.

Το Δημόσιο δεν αποτελεί αυτοσκοπό και δεν μας διακατέχει καμία διάθεση κρατισμού. Κρατισμός, εις βάρος της χώρας, ήταν η δημιουργία άσκοπων φορέων από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για να βολέψουν τα δικά τους παιδιά.

Το Δημόσιο οφείλει να κρατάει για λογαριασμό της κοινωνίας και με όρους δημοκρατίας τις αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή των πολιτών και να είναι σε όλες του τις εκφράσεις ωφέλιμο και αποδοτικό για την κοινωνία και την οικονομία. Αλλιώς δεν είναι Δημόσιο.