Η Ελλάδα, τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια, πραγματοποίησε σημαντική πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις του ενεργειακού τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές καλλιέργησαν πρόσφορο έδαφος για την προσέλκυση επενδύσεων και για το μετασχηματισμό του ενεργειακού μας συστήματος, με θετικό αποτύπωμα για το περιβάλλον και την ελληνική κοινωνία.
Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) ανοίγει ένα κύκλο επενδύσεων 34 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 10 δισ. σε εξοικονόμηση σε κτίρια και περίπου 8 δισ. επενδύσεις σε ΑΠΕ. Πρόκειται για ένα σαφή οδικό χάρτη για την ενέργεια και το κλίμα, με ορίζοντα το 2030, που επιτρέπει, για πρώτη φορά, η χώρα μας να αποκτήσει μακροχρόνιο σχεδιασμό. Είναι ακόμη ένα σχέδιο ευθυγραμμισμένο με τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη Συμφωνία των Παρισίων, τους 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) και την Ατζέντα 2030 του ΟΗΕ. Στόχος του σχεδίου είναι η κλιματική ουδετερότητα το 2050 με πλήρη απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα.
Στο επίκεντρο αυτού του σχεδίου είναι η ταχεία αύξηση μεριδίου συμμετοχής των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας το 2030 κατά τουλάχιστον 32% και η εξοικονόμηση ενέργειας, στην τελική κατανάλωση ενέργειας, κατά τουλάχιστον 32,5%.
Λαμβάνοντας υπόψη την έκρηξη της ενεργειακής φτώχειας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια, το ΕΣΕΚ θέτει ως κεντρικό στόχο την καταπολέμηση του φαινομένου ώστε, να μην ξαναδούμε φαινόμενα καύσης παραπροϊόντων για θέρμανση, που παρατηρήθηκαν την περίοδο 2012-2014.
Οι επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας μπορούν πλέον να αναπτυχθούν στην Ελλάδα, σε ένα πλαίσιο ασφάλειας δικαίου για τους επενδυτές, καθώς η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε βαθιές τομές που κατάργησαν τις «γκρίζες ζώνες» του παρελθόντος σε όλα τα θέματα χρήσεων γης, Κτηματολογίου, Δασικών χαρτών, αδειοδοτήσεις κ.λπ.
Προχώρησε ακόμη, σε μία θεσμική καινοτομία, το νόμο των Ενεργειακών Κοινοτήτων (ΕΚΟΙΝ), ένα εργαλείο ανάπτυξης για τις τοπικές κοινωνίες και τους πολίτες ώστε, για πρώτη φορά, να μπορέσουν να εμπλακούν ενεργά και να παράξουν πολιτική στον τομέα της ενέργειας. Πρόκειται για μία πρωτοβουλία που αποτυπώνει ξεκάθαρα το πολιτικό πρόσημο και το όραμά μας για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, την οποία έχει ήδη αγκαλιάσει η κοινωνία.
Κληροδοτήσαμε στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μία ισχυρή παρακαταθήκη στον τομέα της ενέργειας, όπως και στον τομέα της οικονομίας, την οποία απαιτείται να διαφυλάξει. Η έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια και οι μεταρρυθμίσεις της περιόδου 2015-2019 απέδωσαν αξιοπιστία στην ελληνική οικονομία και επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας οφείλει να κρατήσει ψηλά τον πήχη, που εμείς θέσαμε, και σε καμία περίπτωση να μη γυρίσει τη χώρα πίσω σε χρεοκοπημένες λογικές μικροκομματισμού και κομματικοποίησης, που είχαν ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να ταλανιστεί για σχεδόν μία δεκαετία από μία άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση. Δυστυχώς τα πρώτα δείγματα της νέας κυβέρνησης σε αυτό τον τομέα δεν είναι αισιόδοξα.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα της ενέργειας έκανε σκληρή δουλειά, με συντεταγμένο τρόπο, αναγνωρίζοντας ότι ο εν λόγω τομέας αποτελεί μοχλό για την ενεργοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της ελληνικής οικονομίας.
Δημιουργήσαμε ένα ξεκάθαρο πλαίσιο για την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), με τον νόμο 4414/2016 που καταργεί τις «γκρίζες» ζώνες που οδήγησαν σε φαινόμενα όπως της Hellas Energa. Καλύψαμε το έλλειμμα του Ειδικού Λογαριασμού για τις ΑΠΕ, τον καταστήσαμε πλεονασματικό και εγκαθιδρύσαμε την κανονικότητα στις πληρωμές των παραγωγών ΑΠΕ. Αυτό το πλεόνασμα αξιοποιεί τώρα η παρούσα κυβέρνηση για να μειώσει το Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) που πληρώνουν οι πολίτες μέσω των λογαριασμών ρεύματος. Από την άλλη, βέβαια, παρακρατά από τους πολίτες τα 300 εκατ. ευρώ, από την ψηφισμένη από τον ΣΥΡΙΖΑ, μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια (από 13% στο 6%) και μεταφέρει στους πολίτες και τις παραγωγικές δραστηριότητες αναίτιες αυξήσεις ρεύματος της ΔΕΗ ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ.
Από τη μεριά μας αναμορφώσαμε το σχήμα ενίσχυσης των επενδύσεων σε ΑΠΕ, καταργώντας το σύστημα εγγυημένων τιμών, με ένα σχήμα διαγωνιστικών διαδικασιών, που ακολουθεί την παγκόσμια τάση μείωσης του κόστους επενδύσεων σε ΑΠΕ, ώριμης πια τεχνολογίας.
Αναγνωρίζοντας, τέλος, ότι η ενέργεια αποτελεί έναν τομέα που δεν γνωρίζει σύνορα, καθώς και ένα προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη συνεργασιών και συμμαχιών, θέσαμε ως προτεραιότητα την αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας. Αξιοποιήσαμε τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας με στόχο να την καταστήσουμε πύλη φυσικού αερίου στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνδέει πλέον, δύο μεγάλους άξονες μεταφοράς φυσικού αερίου, τον οριζόντιο άξονα, που μεταφέρει αέριο από τις περιοχές παραγωγής (είτε νέες στη Μεσόγειο, είτε υφιστάμενες, όπως η Κεντρική Ασία) και τον κάθετο άξονα, που οδηγεί αέριο προς τις αγορές των Βαλκανίων και της Ευρώπης.
Σε αυτή την κατεύθυνση, η Ελλάδα πλέον, συμμετέχει στην ανάπτυξη διεθνών αγωγών, του Διαδριατικού Αγωγού Φυσικού Αερίου (TAP), του IGB (Gas Interconnector Greece-Bulgaria), του μικρότερου αγωγού που θα συνδέει µε τη Βόρεια Μακεδονία αλλά και στον EastMed. Προχωρήσαμε πρόσφατα στη δημιουργία του EastMed Forum που περιλαμβάνει την Αίγυπτο, την Ιταλία, την Κύπρο, το Ισραήλ, την Ιορδανία καθώς και την Παλαιστινιακή Αρχή, προσδίδοντας έμφαση στη δυνατότητα ανάπτυξης συνεργασιών µε τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου.
Η Ελλάδα έχει πλέον έναν κεντρικό και σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο του ενεργειακού μετασχηματισμού και αποτελεί σημείο αναφοράς των νέων μεγάλων επενδύσεων. Η αξιοποίηση της καινοτομίας και των Ελλήνων επιστημόνων και παραγωγών δίνει νέες δυνατότητες και στην επιχειρηματικότητα αλλά και στη συνεργασία των χωρών. Αυτή η επιλογή δίνει εργασία, πρόοδο, δημοσιονομική σταθερότητα αλλά και όφελος των καταναλωτών και του περιβάλλοντος. Αυτός είναι ένας δρόμος προόδου για τον οποίο η κυβέρνηση μας έχει βάλει γερά θεμέλια.